Πλοήγηση ανά Λήμμα "κώλος"
Αποτελέσματα 119-138 από 283
-
Κάτσε κώλο, κάνε αρόκα
(1943) -
Κομ' είσαι μο του κού σου το χαπάχι
(1951)Ακόμα είσαι με του κώλου σου το καπάκι. Είσαι μικρός ακόμα. Σαν να έχει σκέπασμα ο κώλος σου, προτού λειτουργήσει φυσιολογικά -
Κώλ' CΗυγκχαίν' ς πουρδγιές ακούς
(1961) -
Κώλο δέρνεις, κώλο αφίνεις, πάλε κωλαρέντζος είναι
(1939)Όσο κι αν παιδέψεις έναν αναίσθητο, πάλι αναίσθητος θαπομείνει. Κωλαρέντζος, ο = ο τρανός, ο χοντρός, ο αναίσθητος κώλος (σελ. 159, 36) Παραλλαγ. “... πάλι κωλαρέντζος μένει”. Είναι = αντί: είναι, διάβαζε: μένει