Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Καψάλης, Γεράσιμος"
-
Κουτσός στον κάμπον έτρεχι να πιάση καβαλλάρη
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Περί των αμιλλωμένων προς ικανωτέρους των κατά πολύ -
Κρέας στήθος, γυναίκα από σόϊ
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Ήτοι : Αγόρασε κρέας από το μέρος του στήθους, και γυναίκα πάρε εξ ευγενούς οικογενείας. Πιθανότατα η παροιμία προήλθεν εκ της τούρκικης Ετ κόλdάν, καρί σόϊ dάν -
Κωφόν καμπάνα κι' αν λαλής, τυφλόν κι' αν θυμιατίζης κι μεθυσμένον αν κιρνάς, ούλα χαμένα τά χεις
Καψάλης, Γεράσιμος (1918) -
Λαγό και Σιατιστινό μην πιστεύης
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Οι Βαλαάδες ονομάζουν απίστους τους κατοίκους της Σιατίστης, διότι πιθανώτατα απέκρυπτον να είπωσι προς αυτούς την αλήθειαν περί του καταφύγιου των εκ Παλ. Ελλάδος ανταρτών -
Λυπάσι του ξιένου του κριάς; Του θ'κό σ' του τρων τα σ'κλιά
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Περί των αμελούντων των ιδίων υποθέσεων εξ αφοσιώσεως προς ξένα συμφέροντα -
Μαύρου σκ'λί σι δάγκασι άσπρου στου κιφάλι
Καψάλης, Γεράσιμος (1918) -
Μαύρου σκ'λί σι δάγκασι, άσπρου στου κιφάλι
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Περί των εκδικουμένων ουχί τον βλάψαντα αλλά τινά των συγγενών του ή ομοφύλων του -
Μεριά μας δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο Γενιτσάρος
Καψάλης, Γεράσιμος (1923)Εις την ογδόην ο θάνατος και ο Τούρκος (Γενίτσαρος) αναγνωρίζονται ως κίνδυνος ισόβαθμος και ο λέγων την παροιμίαν ταλανίζει εαυτόν δια την δυσχερή θέσιν, εις την οποίαν ευρίσκεται μεταξύ θανάτου και Γενιτσάρου -
Μεσιακό γουμάρ' ου λύκους του τρώι
Καψάλης, Γεράσιμος (1918) -
Μη με λες “παπά σπασμένε” να μην ακούς ''ξεκουλωμένη''
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Την φράσιν λέγει ο υβρίζων δικαιολογούμενος ότι υβρίζει προκληθείς δι' ύβρεως -
Μι του γκαμηλιάρ' συdρόφιψις, κάμι τημ πόρτα σ' ψηλή
Καψάλης, ΓεράσιμοςΠερί των πτωχών των αναστρεφομένων πλουσίους -
Μι του θ'κό σ' φαΐ κι πιε, αλισβερίσι μη κάν'ς
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Αλισβερίσι λέξη τουρκική = συναλλαγή -
Μισέ, Μουσιού και Μουσταφά στο σπίτι σου μη βάλης
Καψάλης, Γεράσιμος (1923)Η τετάρτη και η πέμπτη εκδήλουσι την δυσποιστίαν, την οποίαν έτρεφεν ο ελλήνικός λαός προς τε τους Τούρκους και τους Φράγκους -
Μολοντούτο κι έστι Γραίκουλου, άρι dιάκρισι
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Αν και Γραίκος (Έλλην), είναι διακριτικός, ομιλεί (ζη) θεόψυχα -
Μολοντούτο κι έστι Γραίκουλου, τζήσι κατά Θεό
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Αν και Γραίκος (Έλλην), είναι διακριτικός, ομιλεί (ζη) θεόψυχα -
Μοσιέ, μισέ και Μουσελίμη στο σπίτι σου μη βάλης
Καψάλης, Γεράσιμος (1923)Μοσιέ, μουσελίνη = και αι τέσσαρες λέξεις καταντούν ισοδύναμοι προς τα εθνικά ονόματα Φράγκος και Τούρκος, Μισέ = Περί των Μισέδων, δηλ. Κυρίων, εξ ων υπεδεικνύοντο οι δημογέροντες