Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ."
-
Κακός σκύλος ψόφο δεν έχει
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888)Ερμηνεία: Οι σκληραγωγημένοι δυσκόλως ασθενούσι -
Καλόμαθ' η γριά 'ς τα σύκα και κάθε μέρα τ' αποζήτα
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Κατά μάνα κατά κύρη έκαμαν και γιο Ζαφείρη
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Κατά μάννα κατά τάτα το παιδί εν η θυγατέρα
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Κατά που λαλεί η φλάσκα ούτ' εφέτος έχομεν Λαμπρή ούτε του χρόνου Πάσχα
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888)Ερμηνεία: Επί αμφιβόλων ή και αδυνατων πραγμάτων -
Κατά το Μαστρογιάννη και τα κοπέλλια του
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Κόψε ξύλο κάμ' Αντώνη κι από σίδερο βελόνι κι από κουμαριά Μανώλη κι αν ρωτάς και για το Γιάννη ό,τι ξύλο κόψης κάνει
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Κοντό γαϊδούρι πάντα πουλάρι
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888)Ερμηνεία: Ο μικρός το ανάστημα πάντοτε νέος φαίνεται -
Κυριακή χοροπηδήστρα και Δευτέρα μουρμουρίστρα
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888)Ερμηνεία: Δια τους μαθητάς και εργάτας, δι' ους η Κυριακή ευχάριστος, η δε Δευτέρα δυσάρεστος -
Λαγός πιπέρι έτριβε κακό του κεφαλιού του
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Λαγός τη φτέρη έτριβε κακό του κεφαλιού του
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Λόγια άσχημα, γρόσια κάλπικα 'ς το νοικοκύρη απομίσκουν
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Μ' έκαμε τ' απάτητο
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888)Ερμηνεία: Δεν με επεσκέφθη, δεν ήλθε προς το μέρος μου -
Μαγέροι πολλοί κι' ωμός ο χόντρος
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Μαντραγόνα = Ο θησαυρός
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Με τον καλύτερό σου σμίξε και νηστικός απόμεινε
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888)Ερμηνεία: Μεγάλη η αξία των με τους ανωτέρους σχέσεως τινός -
Μεγάλο καράβι μεγάλες φουρτούνες
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888) -
Μεροδούλι μεροφάγι
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1889) -
Να ξαμώνης δυό και να κόφτης ένα
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1894)Ερμηνεία: Να μετράς δις και είτα να κόπτης το ύφασμα -
Να ξανόνης δυό και να κόφτης ένα
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1889)Ξαμόνω = μετρώ, λαμβάνω μέτρα δια φόρεμα