Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 1083-1102 από 2168
-
Να δα η κουκουμάβλα
(1963)Λέγεται όταν νομίζωμε, πως ένα πράγμα δικό μας είναι το καλύτερο, όταν νομίζωμε, ότι αλλάζοντας τόπο αποβάλλομε τα ελαττώματά μας και όταν αποκαλύπτεται η ηλικία μας -
Να δα ή (ή σα dήν) αλεπού, όdεν είπεν bώς θάναι συκοχρονιά
(1963)Λέγεται όταν επιθυμή κανείς κάτι και γι΄αυτό θεωρεί βέβαιη την πραγματοποίηση του -
Να δά σα τζι θεριστάδες ότι νάβρουνε κανένα δεdρουλάκι και σταματήξουν απουκάτω, που λένε των αλλονώ : “ Πως κάνετε, καμένοι, μες στο ήλιο;”. Πως αντέχετε μες στο νήλιο; αι καμένο θέρος επά!
(1963)Λέγεται, όταν λησμονής τις δικές σου ταλαιπωρίες και λυπάσαι για παρόμοιες ενός άλλου. Οι θεριστές το λένε σαν αστείο -
Να δουλεύω να πεινώ; ας κοιμούμαι κι ας περνώ
(1963)Λέγεται σε περίπτωση χαμηλής αμοιβής εργασίας -
Να κάτσωμε δεν είχαμε gαί να πέσωμεν εϋρεύγαμε
(1963)Δηλαδή : ζητάμε πράγματα υπερβολικά, ενώ μας λείπουν τα στοιχειώδη -
Να κλαίσιν εδα οι αζύμωτοι, να κλαί gι οι ζυμωμένοι
(1963)Λέγεται, όταν παραπονιέται κανείς για φτώχεια, για μια έλλειψη που πραγματικώς δεν την έχει ή την έχει λιγώτερο από άλλους -
Να κουβαλή ο άdρας με το φκυάρι και να βγάνη κι η ΄υναίκα με το κουτάλι, πάλι δεν bροφταίνει ο άdρας
(1963)Φκυάρι= φτυάρι. Λέγεται για τη γυναίκα τη σπάταλη, που είναι κακή νοικοκυρά -
Να κουνώ το παιδί ναχω και κακιά gαρδιά;
(1963)Λέγεται, όταν κάποιος προσφέρεται και μοχθή με προθυμία και όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η προσφορά του, αλλά και τον δυσαρεστουν -
Να λεφτά και δό μου πράμα
(1963) -
Να με λένε Δημαρχίνα κι' ας πεθάν' απού τη bείνα
(1963)Λέγεται όταν προτιμά κανείς τους τίτλους από την άνεση -
Να ξυπνήσ΄ η κουρεμένη και να δη το πάπλωμά τζη
(1963)Λέγεται όταν ένας υπερήφανος άνθρωπος υφίσταται μείωση, που ποτέ δεν θα μπορούσε να την φαντασθή -
Να παdρευτής να gαστρωθής ν' αλλαξομουσουδιάσης να θυμηθής τση λευτεριάς να βαρειανεστεναξης
(1963)Λέγεται σε νεόνυμφους, εγκύους ή σε νέες, που ονειροπολούν γάμο -
Να πας μ' έναν αφεdικό που να μη φορή ούννα, ιά να βάλης κι' εσ' αbά.Άμα bάς μ' έναν αφεdικό και φόρ' αbά, είdα να βάλης εσύ;
(1963)Αbά=ρούχο ευτελές, χοντροφτιαγμένο. Δηλαδή πρέπει να εργάζεσαι κοντά σε πλούσιο για να αμοίβεσαι ικανοποιητικά. -
Νά 'λείπα dα πιπέρια μου, νά δώ τσι μαεργιές σου!
(1963)Λέγεται όταν κάποιος περηφανεύεται για κάτι, που οφείλεται σε βοήθεια άλλου -
Νά, λεφτά και δός μου κρέας
(1963)Να, χασάπη, λεφτά και δός μου κρέας. Λέγεται, όταν ψωνίζης και δεν διαλέγεις, αλλά αφίνεσαι στη διάθεση του πωλητή