Πλοήγηση ανά Λήμμα "άλλος"
Αποτελέσματα 1083-1102 από 1243
-
Ο μακρολαίμης πετεινός 'ς το ματσιπέτι κράζειτο γίντεντό του δε θωρεί κι' άλλους καταδικάζει
(1920)Ο μακρολαίμης ή σταβοράδης, γίβεντο = το άκρον δώμαλος τίνος, ματσιπέτι = ατιμία, εντροπή του -
Όξω το τομάρι ντου, άλλος στο ποδάρι ντου
(1939)Άμα πεθάνη ο άνδρας ή ο αγαπητικός κάποιας, παίρνει άλλον -
Όξω το τομάρι της, άλλη στό ποδάρι της
Ερμηνεία: Λέγεται επί των νυμφευομένων αμέσως μετά τον θάνατον της συζύγου του -
Όπκοιος αννήη τον λάκκον του άλλου ππέφτη ο ίδιος μέσα
(1960)Συλλ. Μαθητής Ανδρέας Παπαδόπουλος. Ελλην. Γυμν. Πεδουλά