Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 108-127 από 717
-
Έν' ανdί βζησμένον τζιλίδι τσας τα πιέν', gάφτεσαι
(1951)Ερμηνεία: Για ύπουλο άνθρωπο, που μόλις τον γνωρίζεις από κοντά, σου κάνει κακό -
Έν' ασλάνη νοματού έργο
(1951)Είναι ανθρώπου λέοντα δουλειά, ερμηνεία: Τόλεγαν με θαυμασμό για τις σπουδαίες δουλειές, που χρειάστηκαν τέχνη και δύναμη -
Ές παράδε; ά πείς κρασί. Τζό 'σεις παράδε; βερεσέ κρασί μή πίν. Ά ήμερα 'ά δώσ' τά παράδε δύο φορέδες
(1951)Έχεις παράδες; θα πιείς κρασί. Δέν έχεις παράδες; βερεσέ κρασί μήν πίνεις. Μια μέρα θά δώσεις τούς παράδες δυο φορές. Δηλαδή θα πληρώσεις κι εκείνο που χρωστάς, θα πληρώσεις και κείνο που θα πιείς -
Έσει μήνα, ζουλεύει το χρόνο έσει χρόνο, ζουλεύει ένdεκα μήνες
(1951)Έχει μήνα που θρέφει το χρόνο έχει χρόνο που θρέφει έντεκα μήνες. Τυχαίνει δηλαδή μήνας, που με τη δουλειά που κάνεις, ζεις ένα χρόνο τυχαίνει όμως και χρόνος, που για να τον περάσεις δουλεύεις έντεκα μήνες -
Έσει ο Θιός α θύρι να στσεπάσει, α θυρί να νοίξει
(1951)Έχει ο Θεός μια πόρτα να κλείσει, μια πόρτα ν' ανοίξει -
Έφαε μο την gρατούνα η νύφ' απίτσεί 'ς την άκρα βρέσει
(1951)Έφαγε με την κουτάλα η νύφη, γι' αυτό βρέχει -
Είπαν 'dι σο λύκο κι : Ο φσόνdυος σου σοτίπως εν bασύ; Τσ είπεν 'dι : θωρώ τα μαναχό μου τ' όργο μου
(1951)Είπανε στο λύκο: Ο σβέρκος σοτ γιατί είναι παχύς; Κι είπε: βλέπω μονάχος μου τη δουλειά μου, Τη δουλειά του ο καθένας, αν θέλει να γίνει σωστή, πρέπει να την κάνει ο ίδιος, Ποντ, Α.Π. αρ. 1654 : Τον λύκον είπαν ατον : “ Η ... -
Είπεν d' ο Μάρτης: 'γω το σόνι 'α νdα βgάω σου καμηλού το βράδι. Είπεν dι τσ' ο Απρίλ': 'γω πάλι 'α νdα λύσω σου τεγανού τ' άβι
(1951)Ερμηνεία: Είπε ο Μάρτης: εγώ το χιόνι θα το βγάλω ως της καμήλας την ουρά. Είπε κι ο Απρίλης: εγώ πάλι θα το λιώσω στου τηγανιού το χερούλι, δηλαδή όσα χιόνια κι αν πέσουν το Μάρτη, ο Απρίλης, που φέρνει την άνοιξη, τα λιώνει -
Είπες τι νdα κρέμ' σες 'σ το ιμάτι σου
(1951)Λες και τον πέρασες από το πουκάμισό σου. Τ' αντρόγυνα που δεν έκαναν παιδιά, υιοθετούσαν ένα ξένο. Για να τους αγαπήσει όμως σαν αληθινό, η θετή μάνα του τόβαζε στον κόρφο της και το περνούσε μέσα από το πουκάμισό της ως ... -
Είσ' αvdι 'αγού το κάκι νε μυράς, νε κοάς
(1951)Είσαι σαν του λαγού το σκατουλάκι, ούτε μυρίζεις, ούτε κολλάς -
Είσ' αvdί κακόνα ραβdί, τσάπ' α σε πιέσουν, bουλαστϊέσ'
(1951)Είσαι σα σκατωμένο ραβδί, όπου κι αν σε πιάσουν λερώνεις