Πλοήγηση ανά Λήμμα "έμ...έμ"
Αποτελέσματα 1-16 από 16
-
Έμ γαλάτα έμ μαλάτα, έμ τ' αρνί θηλ' κό
(1939)Επί τού ζητούντος τά πάντα νά κανονίση πρός τό ίδιον συμφέρον -
Έμ γαλάτα, έμ μαλάτα έμ ταρνί θηλ' κό
Γαλάτα = γαλακτούχος, μαλάτα = επιτακτικός τύπος του γαλάτα, έμ – έμ = καί – καί. Λέγεται η παροιμία επί τών απλήστων ανθρώπων -
Έμ γαλάτα, έμ μαλλάτα
(1903)Ερμηνεία: επί τών θελόντων δύο συγχρόνως πράγματα. Γαλάτα, θά πρόκειται περί προβάτων. Έμ τούρκ. -
Έμ γαλάτα, έμ μαλλάτα, έμ' θηλυκό τ' αρνί
(1911)Επί τού νυμφευομένου πλούσιαν άμα καί ωραίαν σύζυγον καί εν γένει επί τού τελείως επιτυγχάνοντος εεις τάς επιχειρήσεις του -
Έμ γαλάτα, έμ μαλλάτα, έμ' τ' αρνιά θηλ' κά
(1952)Λέγεται γιά κείνους οι οποίοι εις όλας γενικώς τάς επιχειρήσεις των επιτυγχάνουν -
Έμ γαλάτα, έμ μαλλάτα, έμ' τ' αρνιά θηλ' κά
(1953)Περίεργος αλήθεια απαίτησις! Λέγεται επ' εκείνων, οίτινες έχουν αξιώσεις καί απαιτήσεις αδυνάτους καί οιονεί παραλόγους -
Έμ γαλάτα, έμ μαλλάτα, έμ' τ' αρνιά θηλ' κά
(1929)Περίεργος αλήθεια απαίτησις. Λέγεται επ' εκείνων, οίτινες έχουν αξιώσεις καί απαιτήσεις αδυνάτους καί οιονεί παραλόγους -
Έμ σ' ίσ', έμ κεμπάπ!
(1952)Τούρκικη: καί σούγλα καί ψητό. Λέγεται ως ενδεικτικόν τού πλεονέκτου, ο οποίος τά θέλει όλα δικά του, καί χωρίς τήν παραμικράν ζημίαν -
Χέμα φτύμμαν, χέμα κώλον;
(1931)Μαζί καί φτύμα, μαζί καί κώλο; Γιά κείνους πού θέλουν νά τούς τά κάνης όλα έτοιμα, χωρίς νά κοπιάσουν τό παραμικρό αυτοί