Τα ψάρια του Πάπα
«Φαίνεται, πως όπως εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί, έχουμε μερικές ημέρες μέσα στο χρόνο – του Ευαγγελισμού, των Βαΐων και της Μεταμορφώσεως – που εννοούμε και καλά να φάμε ψάρι εκείνη τη μέρα, έτσι και οι φράγγοι έχουν ωρισμένοι ημέρα για τη ψαροφαγία. Κυρίως όμως, φαίνεται, ότι αυτή τη μέρα πρέπει ο Πάπας να φάγει ωρισμένου είδους ψάρι, και ότι η παράλειψη αυτή θεωρείται από όλους φραγμούς μέγα γεγονός. Γι’ αυτό λοιπόν όλοι οι ψαράδες μόλις φτάσει η μέρα εκείνη προσπαθούν με κάθε τρόπο και με κάθε μέσον να πιάσουν από το ψάρι αυτό και να το πάγουν στη Ρώμη, να το δώσουν στον μεγάλο τους Πατριάρχη, γιατί είνε σίγουροι, πως εκτός από την ευχή του θα πάρουν και αρκετά σημαντικό μπαξίσι. Μια χρονιά όμως, όπως λέγει και μια δική μας λαϊκή παροιμία: Τ΄Βαγγελισμού και το Βαγιώ, βάζ’ ο διάβολος τ’ ν’ ουρά τ΄μέσ’ του γυαλό. Μια χρονιά λοιπόν, την ημέρα κείνη, ήταν τέτοια θαλασσοταραχή, που στάθηκε αδύνατο σε κανένα μέρος όλης της Ιταλίας να πίασουνε απ’ αυτό το ψάρι. Ο Πάπας ήταν άνω κάτω. Μέσα στο Βατικανό η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Κάνανε λιτανείες μέσα στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου της Ρώμης, στέλνανε δεξιά και αριστερά τηλεγραφήματα σε όλα τα Ιταλικά λιμάνια ρωτώντας, αν πιάστηκε κανένα από τα «Ψάρια του Πάπα» και με απελπισία βλέπανε να περνούν οι ώρες και ναβραδιάζει η μέρα χωρίς να έχουνε μια καλή είδηση. Τέλος την ώρα του εσπερινού διαδόθηκε σαν αστραπή η είδηση, ότι στα τάδε μέρος πιάσθηκε ένα ψάρι. Τι ευτυχής που θεωρήθηκε ο ψαράς που το έπιασε! Όλοι μακαρίζανε την τύχη του. Επήρε λοιπόν ο ψαράς το περίφημο αυτό ψάρι το έβαλε μέσα σε ένα μεγάλο και όμορφο πανέρι, το στόλισε γύρω-γύρω με ωραία πράσινα φύκια και άλλα λουλούδια, και κατακαμαρωμένος τράβηξε για τη Ρώμη. Ο δρόμος του ήταν για να περάσει μέσα από κάτι χωράφια. Εκεί κάπου λοιπόν, μέσα σε μια ρεματιά, παρουσιάστηκε μπροστά του ένας καλόγερος απ’ τους δικούς μας. Ο καλόγερος αυτός, πρέπει να ξέρετε, ήταν από κείνους για τους οποίους λέγει ο λαός μας «ότι μπαίνουν με έναν (διάβολο) μέσα στο μοναστήρι και βγαίνουν με χίλιους». Ή καλύτερα, όπως και πάλι λέγει ο λαός μας, ήταν: ζιζάνιο μονάχο, μάννας γυιός, διαβόλου κάρτσα. Αυτός λοιπόν ο καλόγερος αποφάσισε με κάθε τρόπο να μην αφήσει εκείνη τη χρονιά και φάγει ο Άγιος Πατήρ το ψάρι του. Και γιαυτό έκοψε το δρόμο του ψαρά και του λέγει: - Ε, μπάρμπα, το πωλείς αυτό το ψάρι; - Δεν είνε για τα μούτρα σου, του απάντησε ο ψαράς με στόμφο. Είνε για τον Άγιο Πατέρα μας, τον Πάπα! – Καλά, τζάνουμ, του λέγει και πάλι ο καλόγερος. Μα, για κύτταξε τι θα σου πω: Συ είσαι ένας φτωχός άνθρωπος, φρόντισε να δεις το συμφέρο σου. Θέλω να πω, τι μπαξίσι μπορεί να σου δώσει ο Πάπας; - Μα, είπε ο ψαράς, μπορεί να μου δώσει και πέντε και δέκα, ίσως και δεκαπέντε λίρες. – Λοιπόν, λέγει ο καλόγερος. Εγώ θα σου δώσω πενήντα λίρες! – Τί, είπεν ο ψαράς, και λίγο έλειψε απ’ το σάστισμα που προξένησανε μέσα στο μυαλό του οι πενήντα λίρες, να τον κάνουν να χάσει από τα χέρια του πανέρι. Ο καϋμένος! Μα πενήντα λίρες δεν τις είχε δει στον αιώνα του ούτε στον ύπνο του. Όταν δα πλέον ο καλόγερος έβγαλε τις πενήντα λίρες και άρχισε να τις παίζει μέσα στα χέρια του ρίχνοντας τες από τη μια φούχτα του μέσα στην άλλη, τα μάτια του ψαρά αστράψανε, τα γόνατά του λιγίσανε και: - Καλά, είπε, θα σου το δώσω, μα πρόσεξε, πολύ σεπαρακαλώ, μην το πεις σε κανένα, γιατί με καταστρέφεις. Πάγω για κρεμάλα! – Καλά, είπεν ο καλόγερος. Επήρε το ψάρι, πήγε στο κελλί του, το έβρασε και το έφαγε εις υγείαν του Πάπα. Ως τόσο στο Βατικανό αρχίσανε πλέον να βλέπουν τους δρόμους: Τι συνέβαινε; Γιατί αργούσε τόσο ο ψαράς; Αρχίσανε και πάλι τα τηλέγραφήματα. Στείλανε ανθρώπους του Βατικανού να ερευνήσουν παντού ως ότου να βρουν τον ψαρά. Ύστερα από λίγες ώρες – ήταν πλέον νύχτα – φέρανε οι απεσταλμένοι του Πάπα τον ψαρά κατακίτρινο από τον φόβο του. Όταν δε ύστερα από τας ανακρίσεις που τον κάνανε μάθανε το τι συνέβη, μέσα στο Βατικανό σκορπίσθηκε πένθος βαρύ, ο δε Πάπας έγινε έξω φρενών. Ο ψαράς έτρεμε από το φόβο του: Άραγε τι τιμωρία θα τον βάλουνε; Και όμως, ο Άγιος Πατήρ μόλις έμαθε όλα αυτά τα γεγονότα, και ότι εκείνος που τα σκάρωσε όλα αυτά ήταν ένας καλόγηρος και μάλιστα ορθόδοξος, άφηκε ελεύθερο τον ψαρά και έστειλε από τους στρατιώτες του Βατικανού να συλλάβουν τον Ηγούμενο του Μοναστηριού που ήταν σε κείνη τη περιφέρεια που πωλήθηκε το περίφημο εκείνο ψάρι. Ο Ηγούμενος εκείνος ήταν ένας ήσυχος, ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, το αντίθετον επάνω-κάτω του δαιμονισμένου εκείνου καλογέρου που τους έκαμε όλους άνω-κάτω με τα καμώματα του. Οι στρατιώτες λοιπόν πιάσανε τον Ηγούμενο, τον δέσανε και άρον-άρον τον κουβαλήσανε στον Πάπα. – Άθλιε, άρχισε να ωρύεται ο Άγιος Πατήρ, εξωλέστατε, παμμίαρερ, ό,τι και αν κάνετε εμείς θα είμεθα ανώτεροί σας. Ημείς έχομεν αλάθητον. – Μα, Πανιερώτατε, ετόλμησε να πει ο δυστυχής Ηγούμενος, ποιός ηθέλησε ποτέ να... – Σιωπή, τον διέκοψεν ο Πάπας. Λέγε, επρόσθεσε, ποιός έφαγε το ψάρι; - Σου ορκίζομαι Άγιε Πάτερ, έλεγε ο καϋμένος ο Ηγούμενος, σου ορκίζομαι, ότι δεν έχω την παραμικρή είδηση για όλα αυτά που μου λέγεις. – Καλά, καλά, απαντούσε ο Πάπας. Θα μουρμουσίσεις κρεμασμένος εντός ολίγου και επηγαινοήρχετο σαν διαμονισμένοςμέσα στο δωμάτιο. Πρέπει δε να ξέρετε ότι οι απειλές αυτές δεν ήταν λόγια μονάχα, γιατί, άμα ήθελε, μπορούσε και να τις εφαρμόσει, επειδή την εποχή εκείνη είχε μεγάλη πολιτική εξουσία ο Πάπας, και όπως λέμε: εκοφτέη η μαχαίρα του. Ευτυχώς όμως για τον ταλαίπωρο ηγούμενο που ο Πάπας εκείνος είχε μια μανία να λύσει τρία αινίγματα. – Άκουσε με, είπε στον ηγούμενο. Θα σε κρέμαζα αυτή τη στιγμή, όμως θα σου κάνω μια χάρη. Ή θα βρεις σε σαράντα μέρες από σήμερα κείνον που μας άρπαξε το ψάρι, ή θα λύσεις αυτά τα τρία αινίγματα που θα σου πω. Αν το καταφέρεις θα σώσεις τη ζωή σου. Ο δυστυχής ηγούμενος ανέπνευσε: Τι ξέρεις, είπε με το νου του, ίσως τα λύσω. – Και ποιά είνε αυτά τα αινίγματα Άγιε Πάτερ; είπεν εις τον Πάπαν. – Άκουσε καλά, είπεν ο Πάπας: Το πρώτο είνε να βρεις «πόσο είνε το μάκρος από τη γη ως τον ουρανό». – Α, είπε μέσ’ το νου ο ηγούμενος, αν είναι και τα άλλα δυο τέτοια, σίγουρα θα χορέψω κρεμασμένος το «πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι». –Το άλλο, εξακολούθησε ο Πάπας, είνε, να βρέις «πόση είναι η δική μου αξία». – Και το τρίτο; - Το τρίτο είνε λίγο δύσκολο. Το τρίτο είνε να βρείς «τι έχω μέσα στο νου μου»! –Χάθηκα! μουρμούρισε ο ηγούμενος όταν άκουσε και το τρίτο. – Λοιπόν τι προτιμάς; Είπεν ο Άγιος Πατήρ, θα ανακαλύψεις ποιός έφαγε το ψάρι, ή θα λύσεις αυτά τα τρία αινίγματα; - Θα προσπαθήσω, απάντησεν ο ηγούμενος. – Καλά λοιπόν, είπεν ο Πάπας. Πήγαινε. Έχεις σαράντα μέρες διορία. Αν στις σαράντα επάνω βρεις τον καταχθόνιο που μουεστέρησε το ψάρι, ή λύσεις τα τρία αινίγματα έχει καλώς, ειδεμή θα κρεμασθείς. Όταν έμεινε το βράδυ μόνος μέσα στο κελλί του ο ηγούμενος και ήρτανε στο νου του όσα που του συμβήκανε κείνη τη μέρα, ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι και έχοντας μέσα στις παλάμες το κεφάλι του, σκεπτότανε τι μεγάλη αμαρτία έκαμε και τον τυραννούσε ως τόσο ο Θεός. Άξαφνα ακούστηκανε τρία κτυπήματα στη πόρτα του κελλιού και μια φωνή που έλεγε: - Ευλογείτε, Άγιε Ηγούμενε. – Ευλογητός ο Θεός, είπεν ο ηγούμενος, ορίστε, περάσετε μέσα άγιε αδελφέ. Και μπήκε μέσα. Ποιός νομίζετε; Ο τρομερός ο κατεργάρης εκείνος καλόγερος που έφαγε το ψάρι. –Γιατί, άγιε Ηγούμενε, σε βλέπω, είπεν αμέσως στον Ηγούμενο, τόσο λυπημένο; - Ω παιδί μου, ω αδελφέ μου, είπεν ο Ηγούμενος και τα μάτια του αρχίσανε να τρέχουνε, ω αδελφέ μου αγαπητέ, δε ξαίρεις ο μισόκλαος διάβολος πόσο με τυρανεί. Και διηγήθηκε στον καλόγηρο όλη εκείνη τη σκηνή με τον Πάπα και πως αν δεν βρει τον καλόγηρο που έφαγε το ψάρι ή αν δε λύσει τα τρία αινίγματα δεν τον περιμένει παρά η κρεμάλα. – Α, καλά, είπεν ο καλόγηρος, και για τόσο ένα πράγμα σε παραπήρε η λύπη; -Αμέ τι ηθέλες να κάμω; - Εγώ δε βλέπω και τόσο τραγικά τα πράγματα. – Καλέ τι λες; Θέλουν να με κρεμάσουν και συ δε βλέπεις τίποτε το τραγικό; Μήπως δεν είσαι με τα σωστά σου; -Όχι άγιε Ηγούμενε, δεν ήθελα να πω αυτό. –Αλλά; - Αλλά σου ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας Τριάδος, ότι ποτέ δεν θα επιτρέψω εγώ να κρεμάσουν τον αγαπημένο μου Ηγούμενο. –Ευχαριστώ παιδί μου, είπεν ο Ηγούμενος, μα και τι περνά απ’ το δικό σου χέρι; Πώς θα με σώσεις; -Απλούστατα άγιε αδελφέ, όταν τελειώσουν οι σαράντα ημέρες και έλθουν οι στρατιώτες του Πάπα να σε συλλάβουν, θα πάω εγώ αντί σου. Με μια φορά που σε είδαν δε θα σ΄ενθυμούνται, και έτσι, θα πάω εγώ στη Ρώμη ως Ηγούμενος του μοναστηριού μας. – Ω παιδί μου, ω αδελφέ μου, έλεγε ο Ηγούμενος τόση αυταπάρνηση! Συ ένας τόσο νέος να κρεμαστείς για μένα, δεν είναι κρίμα; Πόσο θα λυπηθώ! –Καλά, καλά, είπεν ο καλόγερος, άστα τώρα αυτά. ¨Οταν είναι για να σε κρεμάσουν, οι μέρες περνούν πολύ γρήγορα. Στις σαράντα μέρες απάνω λοιπόν, φτάσανε οι απεσταλμένοι του Πάπα, ο καλόγηρος έβαλε τα φορέματα του Ηγουμένου, το δέσανε και τον πήγανε για Ηγούμενο στη Ρώμη. Τον παρουσιάσανε αμέσως στον Πάπα. –Τι έκανες, συ, ηλίθιε, βρήκες αυτόν που έφαγε το ψάρι; -Όχι, είπεν ο καλόγερος. –Έλυσες τουλάχιστον τα τρία αινίγματα; -Βέβαια, είπεν ο καλόγερος. –Τα έλυσες; Είπε με χαρά Άγιος Πατήρ. Λέγε λοιπόν, πόσο είνε το μάκρος από τη γη ως τον ουρανό; - Είναι, απάντησε αμέσως ο καλόγερος, δεκατέσσαρα δισεκατομμύρια χιλίομετρα, οκτώ εκατομμύρια μέτρα, διακόσιες χιλίαδες πήχες, εξήντα εξ πόδια και τέσσερα δάκτυλα. –Πόσο είνε; Είπεν ο Πάπας. Ο καλόγερος επανέλαβε άλλη μια φορά δεκατέσσερα δισεκατομμύρια κτλ. –Είσαι βέβαιως; Του είπε πάλιν ο Πάπας. –Βεβαιότατος. Αν δεν πιστεύεις δοκιμάζεις. –Καλά, καλά, έλεγεν ο Άγιος Πατήρ, σκεφτόμενος ότι για κείνο που δεν μπορείς να εξακριβώσεις δεν πρέπει να επιμένεις πολύ. –Και το δεύτερο αίνιγμα το έλυσες, εξακολούθησε, το θυμάσαι ποιό είναι; -Μάλιστα. –Το έλυσες; -Ναι. –Λοιπόν, πόση είνε η δική μου αξία; -Η δική σου αξία, απάντησε ο καλόγερος, είνε 29 μετζίτια. –Τι, είπεν έξω-φρενών και κατακόκκινος απ’ τη φούρκα του ο Άγιος Πατήρ, τι, 29 μόνο μετζίκια, εγώ, ένας Πάπας, εγώ ο αντιπρόσωπος του Χριστού πάνω στη γη; - Μ ακριβώς γιαυτό είπεν ο καλόγερος. –Τι εννοείς –Εννοώ Πανιερώτατε ότι, αφού εκείνος που αντιπροσωπεύεις πωλήθηκε τριάκοντα αργύρια, συ ο αντιπρόσωπος του δεν αξίζεις τουλάχιστον ένα παρακάτω; Μπρος στην ακαταμάχητη αυτή λογική ο Πάπας αναγκάστηκε να σωπάσει. – Καλά, είπε. Πες μου τώρα την λύση του τρίτου αινίγματος. Τι έχω αυτή τη στιγμή μέσα στο νου μου; -Συ, είπε με ετοιμότητα ο καλόγερος, συ Πανιερώτατε λέγεις αυτή τη στιγμή μέσα στο νου σου, τι καλόγερος, τζανούμ, είνε τούτος; Κείνος ο άλλος που φέρανε την άλλη φορά φαινότανε ένας μπουνταλάς, ένας πραγματικά ηλίθιος, ενώ τούτος... –Μα ναι, βρε παιδί μου, είπε με ταχύτητα ο Πάπας ναι, αυτό ακριβώς λέγω, εκείνος ήταν, όπως είπες, ένας πραγματικά ηλίθιος, ενώ συ, από την ώρα που άρχισας να μιλάς βλέπω πως είσαι σπίρτο μονάχο! –Λοιπόν, είπεν ο καλόγερος εγώ είμαι εκείνος που έφαγε το ψάρι. –Συ, του είπεν ο Πάπας και από την ευχαρίστησή του τον φίλησε πάνω στο μέτωπο, συ χαλάλι σου, σου άξιζε, είσαι πολύ έξυπνος, μπράβο! Του έδωσε την ευχή του χωριστήκανε.
Τόπος Καταγραφής
ΛέσβοςΧρόνος καταγραφής
1929Πηγή
Εφημ. “Ταχυδρόμος Μυτιλήνης”, 14 – 15 Φεβρουαρίου 1929Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Ταχυδρόμος Μυτιλήνης, 1929, ΕφημερίδαΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT