JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Δέρω : δέρει το μάτι μ' = πρήζει, όταν τούτο συμβαίνη, πιστεύει ότι κάτι θα ίδη, όπως όταν λαλή τ'αυτί, ότι κάτι θ'ακούση. Πρώτα δε τον παρατιχόντα, - ποιο μάτι μ' δερ'; εάν μαντεύνη, είναι σημείον ότι ομού οι δύο θα ίδωσι το υπό του παλμόν προνιουνιζόμενον.