JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Ξεδηγώνει : άρρωστος που ναι για να πιθάνη, ξεδηγώνει, φεύγει ο οδηγός του τσαι κλαίει κλαίει σαν το μικρό παιδί – ξεδάγωσε ή νέκρωσε= έλαβε το όζιν του θανάτου ο ασθενής (ξεδηγωμένος = ο τοιούτος, άνευ σθένους)