Μια φορά ’τονε ένας πνεματικός κι εγύριζε στα χωριά κι εξομολόγανε τσ’ αθρώπους. Ήσυρνε μαζί ντου ένα ντεληκανηδάκι και του βάστανε τα χαρθιά. Μιαν κοπανιά επήγανε σ’ ένα χωριό κι επήγε μια γυναίκα να ξεμολοηθή. Το ντεληκανηδάκι κάθουντονέ απόξω κι ο παπάς εμπήκε μέσα κι εξομολόγανε τη γυναίκα. Εσταθήκανε ομπρός στην πόρτα και το ντεληκανηδάκι τσι θώριε, μα δεν ήκουε ίντα λέγανε. Κάθα λίγο ήθελα δη το ντεληκανηδάκι έναν μεγάλο όφη να προβάλη την κεφαλή ντου από τη μούρη τση γυναίκας και να συρθή πάλι μέσα. Κι απόι να δη να πέσουνε δυο τρία μικρά οφιδάκια πάλι απού τη μούρη τζης. Και πάλι να ξαναφανή ο μεγάλος όφης και να συρθή μέσα. Άμα την ποξομολόησε εμισέψανε να πάνε σε άλλο χωριό και στο δρόμο του λέει το ντεληκανηδάκι: “Ετσέ κι ετσέ, μπάρμπα παπά, κι επρόβαιρνε ένας μεγάλος όφης από τη μούρη τση γυναίκας κι απόι εσύρνουντονέ μέσα. Επέσανε πολλά μικρά οφιδάκια, μα ο μεγάλος όφης δεν ήπεσε. - Αμαρτία μεγάλη είχενε, κακορίζικο, κι ήβανε στο νου τζης να την πη και τότεσά επρόβαιρνε ο όφης κι απόι πάλι εσύρνουντονέ μέσα κι εντρεπούντονε και δεν την ήλεγε. Να γιαγείρουμε ντελόγο να πα να τη βρούμε. Γιαγέρνουνε τα μπρος οπίσω και την ευρήκανε αποθαμένη.
Place recorded
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαRecording year
1938Source
Αρ. 1162 Γ, σελ. 113 - 114, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Collector
Source index and type
1162 Γ, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT