Ο Σολομών ήτονε περίσσα γυναικάς, όπου ’θελα δη μιαν καλή την εκυνήγανε. Μιαν κοπανιά είδενε μιαν όμορφη γυναίκα και τση ’καμε το νόημα να τόνε δεχτή. Η γυναίκα ήτονε τίμια κι ήθελε να τόνε ξεγιβεντίση και λέει του: “Να σου ρίξω ένα σκοινί να δέσης έναν κοφίνι να μπης μέσα να σε σύρω απάνω. Δένει κιόλας το κοφίνι, μπαίνει αυτός μέσα και τον ήσυρε ίσαμε τη μέση κι απόι ήδεσε το σκοινί στα σίδερα του παραθυριού και τον ήφηκε εκειά να κρέμεται όλη την ημέρα κι επέρνανε όλος ο κόσμος και τόνε εθώριενε κι όλοι εφωνιάζανε: “Μωρέ ο βασιλιάς μας στση τάδε το παραθύρι κρέμεται! Μωρέ ο βασιλιάς μας”. Αργά λει το σκοινί και τόνε κατεβάζει. Πάει στο παλάτι ντου χιλιομουζωμένος. Εδάκανε το δαχτύλι ντου κι ήλεγε: “Α την πουτάνα και κοντό δε δα τήνε σάσω!” Αυτός ήτονε σοφός άθρωπος κι ήκατσε κι ήκαμε μια μηχανή κι εχάθηκε από όλη την πολιτεία το φως και μόνο στ’ ασκέλια κεινησάς τση γυναίκας ήφτενε. Πάνε στο βασιλιά οι - γι – αθρώποι: “Βασιλέα μας, δεν έχομε φως. - Να πάτε να πάρετε φως από τση τάδε τ’ ασκέλια. Επηαίνανε όλοι κι ήθετε ανάσκελα η γυναίκα κι ήφτανε φωθιά απού τ’ ασκέλια τζης. Ετσά την ετιμώρησε, γιατί πέρασε και την είδε όλη η πολιτεία.
Place recorded
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαRecording year
1938Source
Αρ. 1162 Γ, σελ. 64 – 66, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Collector
Source index and type
1162 Γ, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT