Tα δώρα των άτεκνων
Ο νόμος ο Εβραϊκός δεν εδέχουντονε στην εκκλησία τα δώρα των ατέκνων ή τα ’παιρνε τελευταία, άμα έπαιρνε ολωνώ των αλλωνώ. Ο Ιωακείμ επήγε μιαν ημέρα πρώτος το πανιέρι ντου στην εκκλησία. Ο κουνιάδος του ο Ζαχαρίας εφούσκωσε και του ’καμε μια μοτσαδούρα απού ’τονε η γι εμισή περίσση. “Δεν εφοβήθηκες, μωρέ, το θεό να μου φέρης πρώτος το πανιέρι σου; Όξω ντελόγο”. Και βγάνει τόνε όξω από την εκκλησά. Μισεύγει ο καημένος ο Ιωακείμ με τη γυναίκα ντου και πάνε σ’ ένα χωράφι κι εκλαίγανε κι εκλαίγανε κι επαρακαλούσανε το θεό να τώσε πέψη ένα παιδί να τ’ αφιερώσουνε στο θεό και ω του θάματος! Ήκουσεν ο θεός την παρακάλεσή ντους, είδε τον καημό ντους κι εγαστρώθηκεν η Άννα. [ εφούσκωσε = θύμωσε, μοτσαδούρα = προσβολή].
Place recorded
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαRecording year
1938Source
Αρ. 1162 Β, σελ. 3, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Collector
Source index and type
1162 Β, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT