JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Ματσουκκίζω= κτυσώ με το ματσούκκι, δίδω ματσουκκιά (επί των πονηρών πνευμάτων αι των μεσημβρινών δαιμονίων). Ματσουκκιά (η)=μέλαν σώμα πλήγματος πονηρού πνεύματος.