JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Γκυλλόνω ρ.κεντώ επί ακάνθως, συνηθέτσερον όμως εις την σημασίαν του προσβάλλεσθαι και πλήττεσαθαι τοπο νηρηίδων και κακοποιών πνευμάτων οπότε επέρχεται παράζυσις μύλου, τινολί ή επιζηψία κτλ. φρ. Είναι γλυζωμένος.