Μια εποχή που θέλαν τα ζά να βάλουν βασιλέα εμαεύτηκαν σ'ένα μέρος. Εζητήξαν την καμήλα (ν)α δούν που ήτο γιατί έλειπε : Ποιός (ν)α πάη ποιός (ν)α μη πάη εσκέφτησαν (ν)α στείλουν το σκύλλο πόχει πόδια και κόφτει (πηγαίνει γρήορα)στο δρόμο. Τον λέει ο σκύλλος -Πώς θα πάω δεν την εγρωνίζω -Έχει καμπούρα του λένε και μ'αυτό θα την εγρωνίσης. Πάει αυτός στο δρόμο και βρίσκει τον κάττη κ(αι)εκλαθετο όπως κάθοντο οι κάττες καμμιά φορά και κάνουν καμπούρα. Εσύ 'σαι η καμήλα της λέγει ο σκύλλος. Εγώ 'μαι, είπε η κάττα. Με στείλαν να σε πάρω 'πειδής (θ)α βάλωμε βασιλέα. Σηκώνονται και πάν στο μέρος εκείνο που (θ)α βγάλαν βασιλέα.Μα δεν είναι αυτή λεόυν του σκύλλου,εκείνη έχει καμπούρα και προρπατεί και φαίνεται η καμπούρα της. Τότες ο σκύλλος εθύμωσε γαιτί 'α του πή πως ήτο η καμήλα, μουντέρει πάνω της και πιάνει την απο τη μέση κι απο τότε δεν 'γαπίζει ο σκύλλος με τον κάττη.
Τόπος Καταγραφής
Δωδεκάνησα, ΧάλκηΧρόνος καταγραφής
1964Πηγή
Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 90, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Χάλκη Δωδεκανήσου, 1964Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2892, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT