Γιατί μυρίζονται τ'άλογα
Μια φορά κι ένα καιρό, ανταμωθήκανε στη στράτα, δυό φίλοι. Ο ένας ανηφόριζε κι ο άλλος κατηφόριζε. Όταν πλησίασαν, σταματήσανε τα’άλογά τους και πιάσανε κουβέντα. Ταυτόχρονα αντάμωσαν τις μούρες και τα’άλογα μυρίστηκαν και αρχίσανε να κουβεντιάζουν. Τ’άλογο που ανηφόριζε είπε ; -Άχ φίλε μου, η ανηφοριά με κούρασε. Ο καβαλλάρης μου είναι σκληρός και δεν ξεπεζεύει να ξεκουραστώ κ’εγώ το ατυχισμένο. Αυτοί οι ανθρώποι ποτέ δεν καταλαβαίνουν τη δυστυχία των άλλων. – Μη παραπονιέσαι φίλε μου, απάντησε τα’άλογο που κατηφόριζε. Εσύ ανεβάζεις ένα καβαλλάρη, ένα αφέντη, ενώ εγώ κατεβάζω κούτσουρο κι όχι καβαλλάρη. Ο ανήφορος είναι για τους καβαλλάρηδες. Δεν τσακίζει τα κόκκαλα. Ο κατήφορος τα τσακίζει τα παρατσακίζει. Π΄ροσεξέ το, κι όταν ξανανταμώσουμε μου το λές. (Σημ. Τα ζώα όταν κατεβαίνουν φορτωμένα υποφέρουν. Τα σαμάρια πέφτουν μπροστά και τα πληγώνουν στο λαιμό στα καπούλια, στη βάση της ουράς. Τα καλάμια σπαζουν τα νεύρα τσακίζονται και πολλές φορές τα ζώα κουτσαίνονται.
Place recorded
ΤρίκαλαRecording year
1948Source
Αλεξ. Κ. Χατζηγάκη, Παραδόσεις τ' Ασπροποτάμου, Τρίκαλα, 1948, σελ. 163, αρ. 336Collector
Source index and type
Παραδόσεις τ' Ασπροποτάμου, ΒιβλίοItem type
ΠαραδόσειςTEXT