Γιατί δεν πρέπει να δουλεύουμε Τετάρτη ξημερώνοντα
Παλιά που ήταν αθώος ο κόσμος κι ο ουρανός πιο κοντά στη γής, όσα παραμύθια λένε ήτανε σωστά. Και τώρα γώ θα σου μολοήσω ένα για της Τετάρτης το βίος : Δυο-τρείς γυναίκες καθόντανε τα βράδια και γνέθανε παίρνει κ’ η Τετάρτη τη ρόκα της, πάει και γνέθει κι αυτή μαζί. Εκείνες δεν τη γνωρίσανε, γιατί έμοιαζε με κάποια γειτίνισσα και την πήρανε για κείνη. Κάθησε λίγια ώρα, την κοιτάνε, σηκώνεται, βγάνει τα παπούτσια και τη ρόκα της και κατούρησε χάμου στο σπίτι. Από τις γυναίκες που νυχτερεύανε μια είχε αντίληψη για τις Τετάρτες και καταλαβε πως θα γενή κακό το είπε και στις άλλες και το καταλάβανε και τα πετάξανε όλα όξω από το σπίτι, σκάψανε και χώσανε και το κάτουρο. Εκείνη, η Τετάρτη πήγε στο νεκροταφείο κι έβγαλε ένα φρεσκοπεθαμένο κι αυτόν τον έβγαλε, για να φέρη να τις ταιση που γνέθανε την Τετάρτη. Λοιπόμ οι γυναίκες τα είχανε πετάξει τα πράματά της κ’ήρθε αυτή και μιλάει :- Τόκα, ρόκα, άνοιξε μου- Είμαι όξω πεταμένη –παπούτσια, ανοίχτε μου-είμαστ’ όξω πεταμένα- Κάτουρο, άνοιξε μου-είμαι μέσ’στη γής χωμένο. Άει, καημένες μου, είπε τότες η Τετάρτη, μου τη φτιάσατε και τους άφηκε στη πόρτα τον πεθαμένο στηλωμένονε και μαρμακωμένο. Γι αυτό δε γνέθανε άλλοτες τις Τετάρτες τις φυλάγανε, γιατί παθαίναμε κακοί αλλά τράβηξε κι ο θεός χέι, είδε κι απόειδε και δουλεύουμε.
Place recorded
Μεσσηνία, ΜανιάκιRecording year
1938Source
Αρ. 1478, σελ. 61, Μ. Τσάκωνα, Μανιάκι Μεσσηνίας, 1941Collector
Source index and type
1478, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT