Η Παναγία και οι ψυχές
Ένα Μεγάλο Σάββατο η Παναγία είπε πως θέλει να πάγει να δή τις ψυχές. Την έβαλαν επάνω σε άμαξα, που την έσερναν τριακόσιοι άγγελοι, και την πήγαν πρώτα εκεί που είταν οι κριματισμένοι, και είδε εκείνους που σκοτώνε άνθρωπο, τους φονιάδες, που έβραζαν μέσα στην κόλαση. Ο κόχλος του κατρανιού γύριζε και αυτοί εκεί μέσα καίουνταν. Άλλοι κρέμουνταν το φείδι στη γλώσσα, γιατί είπε η Παναγία : "Ειπε άδικο". Άλλος από τη μέση και κάτ’ μέσα στην κόλαση μόνο που φαίνουνταν. Είνε που ξέκοψε που πήγε ένας ν’ αρραβωνιασθή, και η αμαρτία που έκαμε, άνοιξε η γής και τον πήρε μέσα. Είδε εκείνον που αφιγκριούντανε, έκαιαν τις σούγλες και τις έχωναν μέσα στ’αυτιά τ’. Είδε εκείνην που βύζαζε το τουρκάκι, να κρέμουνται τα φείδια στα βυζιά της. Ακόμα πολλά είδε κι ανατρίχιασε η Παναγία και είπε: "Κύριε μ’, καλλιότερα να μη γεννιούντανε". Ύστερα την πήγαν στον Παράδεισο, σ’ ένα ωραίο μέρος, που διασκέδαζαν οι ψυχές, εκεί ευχαριστήθηκε πολύ και χάρηκε. Πηγαίνει εμπρός στο θεό και κάμνει μετάνοιες, που άνοιξαν τα χέρια της από τις πολλές που έκαμε, και τον παρακάλεσε για χάρη της να βγάλει τις ψυχές καλές και κακές πενήντα μέρες να γυρνούν έξω, και από τότε από το Πάσχα ως της Γονατιστής, τις πενήντα της λαμπρής, τρέχουν έξω οι ψυχές ευχαριστημένες.
Τόπος Καταγραφής
Ανατολική ΘράκηΧρόνος καταγραφής
1956Πηγή
Ελπινίκης Σταμούλη Σαράντη, Από την Ανατολική Θράκη, Αθήναι, 1956, τόμος Β, σελ. 146 – 147, αρ. 31Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Από την Ανατολική Θράκη, τόμος Α, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT