Ένας βουρβούλακας λούν πως εκάτομ μόλ-λαγγάδιν της Απιστίας κ’ εβάσταν κ’ ένα τσιμπούκιν κ’εφοβέριζεν τους αθρώπους. Μια βραδυάν επέρασεν ένας να πά ήν Καλαμωτή κ’εφανερώθηκαν ομπρός του ο βουρβούλακας και του ‘λεί, έ, δεν το ξέρεις πως είεν’ημέρα δική σας κ’η νύχτα δική μας; Θα σ’αφήκω να πάς ήδ δουλειάσσου, μα θα μου φέρης το πρωί μια-μελόπιμα, άδ-δεν εί, θα σε χαλάσω. Εκειέν του των άλλων ημέραν την μελόπι και του την ήφηκεν απάνω στην πέτρα. (λουν=λέγουν, μόλ=μέσα στο, ήδ’=στην, εί=ειδέμε)
Place recorded
ΧίοςRecording year
1918Source
Αρ. 692 – 81, Σ. Βίος, ΧίοςCollector
Source index and type
692, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT