Oι καταχανάδες
Καταχανάδες στην Κρήτη λένε τους Βρυκολάκους. Τον παληό καιρό μάλιστα οι Κρητικοί πίστευαν πως άμα ένας νεκρός θαβότανε σε αλαφρά χώματα, που δεν τον βάραιναν, <καταχάνευε>, βρυκολάκιαζε δηλαδή. Επειδή δε μια φορά και έναν καιρό <καταχανεύανε>πολλοί πεθαμένοι, γι αυτό φέρανε χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε απάνω στα νεκροταφεία και έτσι δεν βρυκολάκιασε πειά κανένας. Επίσης και οι παπάδες είχαν συνήθεια τον παληό καιρό, άμα πέθαινε κανείς, να χαράζουν απάνω σ’ένα βήσαλο()κεραμίδι) έναν σταυρό ή πεντάλφα. Το κεραμίδι αυτό το απάνω στο στήθος του νεκρού, έτσι δεν μπορούσε να <καταχανέψη>. Κάποτε είχε βρυκολακιάσει ένας νεκρόςε θαμένος στο σημοκκλήσι του Άι- Νικόλα, στην Άξο. Το μνήμα του ήταν κάτω από ένα δέντρο που το λένε <τραμύθια>Πολλές φορές οι χωριανοί είχαν δή τον <Καταχανά>αυτό να κάθεται απάνω στην πλάκα του τάφου του και να <τσαγκαρεύη>(μπαλώνη) τα <στιβάλια >του, επειδή φαίνεται έκανε μεγάλους δρόμους και του ξεσχιζόντουσαν. Η δουλειά του, κάθε βράδυ που έβγαινε από το μνήμα του, ήταν να πνίγη τα νειόπατρα αντρόγυνα, να φοβερίζη τους διαβάτες και να κάνη όλον τον κόσμο να τρέμη. Όταν έπαιρνε τους δρόμους, όσα όρνια ή σκυλιά ή ζώα συναντούσε ψοφισμένα μπροστά του, όλα τα σήκωνε και τα’ανάσταινε. Αυτά τότε τον ακολουθούσαν από πίσω και γινόταν μεγάλο κακό. Συνήθιζε σε ακόμα ο Καταχανάς αυτός να μπαίνη στα σπίτια από τις <ανηφοράδες>(καπνοδόχους), να χύνη τα φαγητά από τα τσουκάλια και να τα μαγαρίζη. Πολλές φορές, το καλοκαίρι, μήνα Αύγουστο, τον άκουγαν οι αμπελουργοί, που φύλαγαν τα’αμπέλια τους, να γυρίζη μεσάνυχτα στο μνήμα του και να τραγουδάη. Μια φορά μάλιστα τον άκουσαν να λέη τραγουδιστά : -Από το Χουδέτσι έρχομαι και ει(μια κουρασμένος, κι ένα <ανδρόυνο>έπνιξα <συνορο(βλοημένο> (νειόπαντρο). Ετσι στο τέλος, απαυδισμένος πειά, ο κόσμος αποφάσισε να τον ξεκάνη. Αλλά πώς; Μέσα στο μνήμα του δεν τον βρίσκανε. Πήγαν και βρήκαν τότε έναν παληό <σύντεκνο>(κουμπάρο), που ήταν <αλαφρόστρατος>(αλαφροίσκιωτος)και σαν αλαφρόστρατος, μόνον αυτός μπορούσε να δή πότε έμπαινε και πότε έβγαινε ο Καταχανάς στο μνήμα του. Πήαγανε λοιπόν, νύχτα ακόμα, πριν ξημερώση, και λειτουργούσανε στο ρημοκκλήσι του Άι-Νικόλα. Ο αλαφρόστρατος σύντεκνος καθόταν απέξω κι έβλεπε πότε θα γυρίση ο Καταχανάς που έλειπε. Έξαφνα, σε μια στιγμή τον είδε απάνω στο μνήμα του να τσαγκαρεύη..Αμέσως έκανε νόημα στους άλλους χριστιανούς, που ήσαν μέσα στην εκκλησιά και στον παπά, που στέκοταν έτοιμος με τα Άγια Μυστήρια στα χέρια. Έτρεξαν όλοι τότε με τον παπά εμπρός, κατά το μνήμα. Ο Καταχανάς, που κατάλαβε αμέσως τι του είχαν σκαρώσει και ποιος του έκανε την <μπρουσκάδα> (ένεδρα)αυτή φώναξε: -Άχ αφέντη, σύντεκνε, τι μου έκανες! Και αμέσως πέταξε στον προδότη του το τσαγκαροσούφλι που κρατούσε και εμπάλωνε και του έβγαλε το δεξί μάτι. Μα επειδή την ίδια στιγμή έφτασε και ο παπάς, ο Καταχανάς έτρεξε και χώθηκε μέσ’ στο μνήμα του. Ο παπάς στάθηκε τότε απάνω στο μνήμα, με τα Άγια στο χέρι, και είπε δυνατά: -Πάντων ημών, μνησθεί, Κύριος ο Θεός! Αμέσως την ίδια στιγμή ακούστηκε μέσα στο μνήμα ένας χτύπος τόσο δυνατός, που ταράχτηκε όλος ο τόπος! Είχε σκάσει ο Καταχανάς! Ανοίξανε τότε το μνήμα του, κοίταξαν μέσα και είδαν τον Καταχανά με πρόσωπο ζωηρό και ροδοκόκκινο σαν να κοιμόταν. Μα ήταν πειά πεθαμένος. Τον έσχισαν αμέσως και του έβγαλαν την καρδιά του, που ήταν σαν σταμνί γεμάτο αίμα, από εκείνο όπου έπινε και ζούσε. Του διάβασαν ότι χρειαζόταν και τον ξανάθαψαν και από τότε δεν ξαναφάνηκε πειά! Οι Καταχανάδες καμμιά φορά παίζουνε και λύρα. Πολλοί <αλαφροί>είδαν έναν Λαγουδομιχελή που πέθανε και καταχάνεψε, να βγαίνη από το μνήμα του, να κάθεται απάνω και να παίζη λύρα. Τον βούλωσαν με του Σολομώντα τη σφραγίδα (πεντάλφα), μα τίποτε δεν του εκάνανε. Και τότε φέραν χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε επάνω στον τάφο του και έτσι πιά ησύχασε.
Τόπος Καταγραφής
Άδηλου τόπουΧρόνος καταγραφής
1930Πηγή
Περιοδ. Οικογένεια, 19 - 1- 1930, αρ. 175, σελ. 75Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Οικογένεια, 1930, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT