Λιουγκάτ
Λιουγκάτ καλούσιν οι αλβανόγλωσσοι τας σκιάς των θεθνεώτων και εν γίνει τα λεγόμενα φανταξά. Συγγενεύει δε η λέξις αύτη με το ρωσικόν bjeschi= στοιχιά των δασών και είναι και τούτο εν λείψανον της κατά της Ελλάδος επιδρομής των Σλαύων (Ζητ. Εις την λέξιν Χερβάτης, μερ. Α) Παρα τους αλβανογλώσσοις του χωρίου γραμματικού εν ώ γράφω τα παρόντα, υπάρχουσι τριών ειδών μεγάλα στοιχειά ή φαντάσματα : η Βιτώρια, η Λάμια και η Στρίγλα (Στρίκ). Η Βιτώρια εμφανίζεται ενίοτε ως βρέφος και όστις το λάβαι ένα το φέρη οίκαδε κινούμενος υπό οικτιρμού αποθνήσκει μετ’ ου πολόν καιρόν, ονομάζεται δε ο τοιούτος λαβωμένος. Ενίοτε ακούονται μόνον αι φωναί της : < που θα πάω εγώ> άς επαναλαμβάνει τρίς και αν τις αποκριθή, λαβώνεται (=καθίσταται θνήξωμος). Η δε λάμια βάζει τους πόδας της επί των υμών του ανθρώπου και η Στρίγλα φωνάζει την νύκτα ως γλαύξ, προς ήν συγχέεται.
Τόπος Καταγραφής
Αττική, ΓραμματικόΧρόνος καταγραφής
1890Πηγή
Αρ. 202, 97, 16, Ιωάννης Ζωγραφάκης, Γραμματικό ΑττικήςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
202, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT