JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Άλυωτος = ο μη διαλυόμενος εν τη γη νεκρός ένεκα γεωλογικών λόγων: θεωρείται δε και παρά τω λαώ ως αναθεματισμένος εξ ου και η εκφρ. “βγήκε ακέριος κι άλυωτος δηλ. Βρυκόλακας”.