Τα παιδάκια που πεθαίνουν αβάφτιγα είναι όμως σαραντισμένα, έχουνε πάει στην εκκλησά έχουν φάει αντίδερο, είναι λιβανισμένα, δεν γίνονται τελώνια να τα κυνηγάη τ’ αστροπελέκι, - σαν τα μούλικα που το σκοτώνουν οι μαννάδες τους, ή εκείνα που πεθαίνουν επάνω στη γέννα, που δεν τα έχουν πάει ακόμα στην εκκλησά, - μα βασανίζουνται σε ούλη τους τη ζωή. Τα βαφτισμένα παιδάκια που πεθαίνουνε μικρούλια τα έχει ένας τσοπάνης και τα πάει σε μια σγούρνα μαρμαρένια, γεμάτη μ’ άγιο μωρό και πέφτουν μέσα και λουτσίζονται και δροσολογιούνται. Τ’ άλλα παιδάκια, τ’ αβάφτιγα, τρέχουν από πίσω τους, ως δεκαπέντε βήματα μακρυά, κι άμα φτάση ο τσοπάνης στη σγούρνα έρχονται κοντήτερα και ούλο κοντήτερα, ως τρία βήματα και κρατάνε τρία λιοφτόκλαρα στα χέρια τους και περικαλούνε: «Βάφτισέ μας και μας να λουτσιστούμε!». Τότε ο τσοπάνης γυρίζει και τους λέει: «Να πάτε στη μάννα σας και στον πατέρα σας να σας βαφτίσουνε.»/ και τα διώχνει μακρυά. Τα παιδάκια τότε κλαίνει και σκεπάζουνε τα προσωπάκια τους με τα χεράκια τους και λένε:» Ανάθεμα τη μάννα μας και τον πατέρα μας που δε μας βαφτίσανε, ανάθεμά τους!» Κι’ αυτό θα γίνεται ως τη συντέλεια του κόσμου, γι’ αυτό μια μάννα που της έχει πεθάνει παιδί αβάφτιγο πρέπει να κάνη τακτικά νηστείες και μετάνοιες και λειτουργιές για να σώση την ψυχή της που είναι βαρεμένη με το αναθεμάτι.
Place recorded
Μεσσηνία, Πύλος, ΚορώνηRecording year
1938Source
Αρ. 1159 Ε, σελ. 1, Γ. Ταρσούλη, Κορώνη Πυλίας, 1938Collector
Source index and type
1159 Ε, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT