Το διπλό ψωμί
Είταν ένας εδώ κ’ είχε πολλά παιδιά. Κ’ ήμεινε πάλ’ έγκυος η γυναίκα τ’. Λέει, «Βρε γυναίκα, τι θα το κάνουμε κι άλλο παιδί; Φτωχοί αθρώπ’ είμαστε, πώς να τα θρέψουμε τόσα παιδιά; Άλλο δεν είναι παρά να το δώσουμε». Γεννάει λοιπόν αυτή και κάν’ δύο! «Ώχου», λέει, «καήλα μ’. Θα μας σκοτώσ’». Λέει η γειτόνισσα: «Να το πάρω γω το ένα;». «Λέει, «Να το πάρ’ς». Το παίρν’ που λες αυτή και φεύγ΄. Ερχόταν τότε κι ο άντρας από μακρυά και βλέπ’ ένα ψωμί διπλό, να ένα ψωμί, και κυλούσε πίσω απ’ τη γειτόνισσα. Μπήκε αυτή στο σπίτι τ΄ς, μπήκε και το ψωμί. Πάει στ’ γυναίκα τ’, λέει, «Τι πήρ’ η γειτόνισσα;». Λέει «Τίφτα». Λέει, «Τι πήρε; Πές μου». Λέει, «Μα δεν πήρε τίφτα.» Λέει, «Λέγε, γιατί είδα ένα ψωμί και κυλούσε πίσω τ΄ς και μπήκε στο σπίτ’ μαζί τ’ς». «Ε», λέει, «αυτό κι αυτό. Τ΄ς ήδωκα το ‘να παιδί, που ‘κανα δύο». Λέει «Πάω πίσω να το φέρω αμέσως». Ήφυγε κ’ η τύχη τ’. Το φέραν λοιπόν το παιδί και το σπίτ’ γέμισε μπερκέτ’, τα ελέη τ’ Θεού. Είταν του παιδιού το γούρ’. Κάθε παιδί λέει η παροιμία με τη dύχη τ’ γεννιέται. [μπερκέτ= Ευτυχία πολλά αγαθά].
Place recorded
ΤήνοςRecording year
1971Source
Αλέκου Ε. Φλωράκη, Τήνος, Αθήνα, 1971, σελ. 433 - 434, αρ. 104Collector
Source index and type
Τήνος, ΒιβλίοItem type
ΠαραδόσειςTEXT