JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Τσαλακώνομαι= αρρωστώ εξ επηρείας κακών πνευμάτων μεθ' ων ήλθον “εις επαφήν”. Ήμουν έξω στα όρη τζ' εβλαστήμησα τζ' ετσαλακώθηκα. Εκ τούτου γίνεται το “τσαλακωμένος” συνώνυμον του “ντζισμένος” (ίδη τάξιν)