Μια βολά, λέει, ο bεονικολός εκεί πο κειτούdανε με τη ‘υναίκα dου, τη γριά Μαριώ, κι ήτονε πια μεσάνυχτα περασμένα, ‘κουσεν έναν έχτυπο στη bόρdα. Λέει: Μουρέ μα τέθοια ώρα ποιος είναι; Εγριέφτην ο άθρωπος κι εσκούdηξε dη ύναίκα dου. Λέει: Ω, Μαριώ, ιά ξύπνα. Εξύπνησε λοιπό κείνει, λέει: Μωρή ιά ‘φικράσου! Ακούς τίποτα; Λέει: Ναι. Σαματάς ακούεται μέσ’ στην αυλή. Σηκώνουdαι λοιπό σια – σια και πάνε στη gλειδαρότρυπα κ’ είdα να δούνε μέσ’ στην αυλή! Τρις αγριοϋκαικάρες, με κάτι δόδες (μεγάλα δόντια) σα τσαπούρια (τσαπούρι= κηπουρικόν εργαλείον), μακριομούρες, γεμάτες με τσι κριατσολιές, με μουστάκια! Την ώρα που τσαι θωρούνε τα κάμανε χοdρά και λειανά πάνω dώνε (κατουρηθήκανε, λερωθήκανε επάνω τους από την τρομάρα) και πάνε και πέφτουνε και κουκουλιάζουdαι gι τρέμανε σα dο φύλλα του καλαμιού. Κ’ ύστερα ακούνε κάτι σκληργιές άγριες κ’ ήτον οι ‘υναίκες εκείνες κι εσκληρίζανε που τς εκυνήαν η Παναγία κ’ ήσκιαζε τζοι (της πήγε) κάτω στα Ψαροgρέμναρα κι εφώναζε dου Χριστού: Μανώηλη – Μανώηλη! Και την άλλη μέρα βρέθησα στα συκαμιές στον Αφική (περιφέρεια) ξεριζωμένες ευτές, παιδί μου, τον αρρώστειες, μα δε τζ’ ήφηκεν η Παναγία να πιάσουνε μέσ’ στο χωριό. Ήτον η ευλοημένη η ήτονε στο Φιλότι κ ύστερα από δύο μέρες εκούστηκε bως είναι και στα Νούμερα. (τ’ Ανούμερα και Βόθροι είναι το ίδιο χωριό. Τώρα ονομάζεται Κόρωνος και Φιλώτι είναι όνομα άλλου χωριού). Από πα τς ήβγαλεν η Παναγία. Και στον ύπνο dου να θωρή κανείς έτσ’ ασκημοϋναίκες, αγριοϋναίκες είν’ αρρώστιες και θάρθουνε μέσ’ στο χωριό. Αλλά πολλοί τσοι θωρούνε στο ξύπνος των. Χίλιοι όρκοι μας έχει καμωμένοι η συχωρεμένη η γριά Μαριώ, πως τόχει ευτό ιά δε που σας είπα με τα μάθια τζη θωρισμένο.
Τόπος Καταγραφής
Νάξος, ΑπείρανθοςΧρόνος καταγραφής
1930Πηγή
Αρ. 1545, σελ. 262, Διαλεχτής Ζευγώλη, Απείρανθος Νάξου, 1930Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1545, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT