Η πανούκλα (πανώλης)
Η πανούκλα έγινεν από την πατσαβούραν, που εσφόγγισεν ένας βασιληάς το ματωμένο σπαθίν του, σ' ένα με(γ)άλο πόλεμον. Την πέταξε σ'εναν κάμπο κι από κει εγεννήθηκεν η αρρώστεια αυτή. Μια μέρα η πανούκλα έστειλεν την κόρη της σ' έναν τσοπάννην να της δώση έναν αρνί. Ο τσοπάνης εφορτώθη για μιας έναν αρνί και το πήρεν ο ίδιος στο σπήλιον της πανούκλας. Εκεί είδεν χιλιάδες κατομύρια καντύλια, που ήτο το καθένα για έναν άνθρωπον. Ο τσοπάννης εγνώρισε το δικόν του καντύλι και είδεν πως του αδερφού του, που ήτον εκειά κοντά είχε πιόττερο λά(δ)ι. - Δεν μπορείς να βγάλης λίγο λά(δ)ι που του αδερφού μου το καντύλι και να το βάλης στο δικό μου που κοντέβγκει να σβύση: λέγει στην πανούκλαν ο τσοπάννης θέλοντας να ζήση πολλά χρόνια. - “Δεν μπορώ είπεν η πανούκλα” γιατί το λά(δ)ι της ζωής του καθένα είναι μετρημένο από το Θεό. Ο τσοπάννης τότε εθύμωσε κι επήρε στην μάντρα του το αρνί παραμηλώντας στο δρόμο για τη σκληρότη της πανούκλας.
Place recorded
ΡόδοςRecording year
1930Source
Αναστ. Γ. Βρόντη, Παραδόσεις και Τραγούδια, Ρόδος, 1930, σελ. 49, αρ. 65Collector
Source index and type
Της Ρόδου: παραδόσεις και τραγούδια, ΒιβλίοItem type
ΠαραδόσειςTEXT