Η τρείς αρρώστειες
Μια φορά κ’ έναν καιρό ζούσε ένας τσοπάνης που είχε την στάνη του έξω απ’ το χωριό. Δίπλα στη στάνη, είχε κ’ ένα σπιτάκι όπου καθότανε ο ίδιος. Ένα βράδυ, εκεί που ήταν έτοιμος να πλαγιάση, ακούει να του βροντάνε δυνατά την πόρτα. – Ποιος είνε; Φωνάζει. – Άνοιξε! Ανοίγει ο τσοπάνης και βλέπει μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι; της λέει. Τι θέλεις; - Εγώ είμαι η Βλογιά, του απαντάει εκείνη και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Δόσε μου το λοιπόν για να σ’ αφήσω. Σκέφθηκε λίγην ώρα ο τσοπάνης κι ύστερα της λέει: - Εγώ, κυρά μου, καθώς θυμάμαι και ο ίδιος και καθώς μου το έχει πη και η μάννα μου, την βλογιά την έχω βγάλει κι έτσι δεν φοβάμαι πειά να την ξαναβγάλω, κι αν την βγάλω θα την βγάλω ελαφρυά. Λοιπόν φεύγα και πήγαινε στο καλό, γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Σηκώνεται λοιπόν η βλογιά και φεύγει από κει που ήρθε. Πάει να πλαγιάση πάλι ο τσοπάνης, αλλά δεν είχε ακόμη κλείσει τα μάτια του κι ακούει να του χτυπούνε πάλι την πόρτα. – Άει στο καλό, λέει. Ποιος είνε πάλι τούτος; Ανοίγει την πόρτα και βλέπει πάλι μια μαυροφόρα γυναίκα. – Ποια είσαι, κυρά μου; τη ρωτάει. Τι θέλεις από μένα τέτοια ώρα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η διφθερίτις και ήρθα να μου δώσης το καλύτερό σου αρνί γιατί αλλοιώς θα σε πιάσω και θα πεθάνης. Αναθυμάται εκείνος λίγην ώρα και της απαντάει ύστερα: - Κυρά μου, εγώ, καθώς μου έχει πη η μάννα μου και καθώς θυμάμαι και ο ίδιος, την διφθερίτη την έχω βγάλει σαν ήμουνα μικρό παιδί και τώρα είν’ αδύνατο πειά να την ξαναβγάλω. Λοιπόν σύρε στην ευχή γιατί δεν σ’ έχω ανάγκη. Παίρνει το φύσημά της και η διφθερίτις και φεύγει. Πέφτει ο τσοπάνης για να κοιμηθή λιγάκι. Ότι εκόντευε να τον πάρη ο ύπνος κι ακούει πάλι να του βροντούν την πόρτα. – Μωρ’ τι ευχή Θεού είνε τούτο απόψε, λέει. Δε θα μ’ αφήσουν απόψε να ησυχάσω μια στιγμή! Ανοίγει την πόρτα, βλέπει πάλι μια μαυροφόρα. – Ποια είσαι εσύ κυρά μου, την ρωτάει. Τι θέλεις από μένα; - Εγώ, του λέει εκείνη, είμαι η Πανούκλα και ήρθα να σε πάρω. Αν όμως μου δώσης το καλύτερό σου αρνί, τότε δεν θα σε πειράξω. Ξύνει ο τσοπάνης το κεφάλι του, συλλογιέται κάμποση ώρα. Δεν την είχε βγάλει την πανούκλα! – Έλα της λέει, να στο δώσω το αρνί. Της πάει στην στάνη, της διαλέγει το καλύτερό του αρνί. – Πάρτο, της λέει εκείνη, θα μου το φέρης εσύ στο σπίτι μου. – Και που είνε το σπίτι σου! – Έλα μαζύ μου και θα στο δείξω. Τι να κάνη ο κακομοίρης ο τσοπάνης. Φορτώνεται το αρνί στην πλάτη του και μπρος εκείνη, πίσω αυτός τραβούν κατά το σπίτι της. Περπατάνε, περπατάνε, περνούν ερημιές, περνούνε βουνά, μα πουθενά να φανή σπίτι. Ο κακομοίρης ο τσοπάνης φοβότανε, αλλά δεν κοτούσε και να την ρωτήση. Καμμιά φορά βλέπει από μακρυά ένα θεόρατο παλάτι που φωτολόγαε. – Να το σπίτι μου, εδώ είνε, λέει η πανούκλα. Μπαίνουνε μέσα, τι να ιδή ο τσοπάνης. Ολόκληρο το σπίτι ήταν μέσα γεμάτο καντήλια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι και φέγγανε. Άλλο ήταν γεμάτο λάδι, άλλο ήταν ως την μέση, άλλο τσιτσίριζε, άλλο ήταν έτοιμο να σβύση. Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης ρωτάει: - Δε μου λες, κυρά μου, τι είνε τούτα τα καντήλια; - Αυτά, του λέει εκείνη, είνε η ζωή του κάθε ανθρώπου. Όσο καίει το καντήλι του, τόσο θα ζήση κανείς, μόλις σβύση, θα πεθάνη. – Είνε και το δικό μου εδώ μέσα; Ρωτάει ο τσοπάνης; - Πως δεν είνε. Να το. Κοττάει ο τσοπάνης και βλέπει ένα καντήλι ξέχειλο στο λάδι που έλαμπε τόσο ώστε χαιρόσουν να το βλέπης. Δίπλα του ήταν κι ένα άλλο που είχε απομείνει μονάχα το νερό του και τσιτσίριζε κι ήταν έτοιμο να σβύση. – Ποιανού είνε τούτο; Ρωτάει. – Τούτο είνε του αδερφού σου, του λέει η πανούκλα. – Αχ καϋμένη, της λέει εκείνος, δεν του βάζουμε λιγάκι από το δικό μου που έχει τόσο πολύ για να μην πεθάνη έτσι γρήγορα ο κακομοίρης. – Αυτό το πράγμα δε γίνεται λέει η πανούκλα. Όσο λάδι μπη εξ αρχής αυτό είνε όλο. Ύστερα ούτε μπαίνει άλλο, ούτε βγαίνει. – Αλήθεια, ρωτάει ο τσοπάνης, ούτε μπαίνει ούτε βγαίνει; - Αλήθεια. – Τότε λοιπόν αντίο σας. Και κόβει πάλι το αρνί στον ώμο του ο καλός ο τσοπάνης. Εσύ η ίδια μου είπες τώρα πως δεν μπορείς να βγάλης το λάδι από το καντήλι μου. Λοιπόν δεν σ’ έχω ανάγκη. Γιατί να χαραμίσω το αρνί μου. Παίρνει λοιπόν δρόμο ο τσοπάνης και κινάει κατά το χωριό του. Τις αυγές, σαν κοντοζύγωνε να φθάση ακούει την καμπάνα και βαρούσε νεκρικά. – Ποιος πέθανε; Ρωτάει. – Ο αδερφός σου, του λένε. Τότε κατάλαβε πως όλα όσα του είχε πη η πανούκλα ήταν αλήθεια. Πήγε στον τάφο του αδερφού του, γονάτισε κ’ έκλαψε, κ΄έπειτα ξένοιαστος πειά γλέντησε την ζωούλα του και έζησε εκατό χρόνια και περισσότερα έχοντας και τ’ αρνί του.
Place recorded
Άδηλου τόπουRecording year
1928Source
Γεωργία Ταρσούλη, Περιοδ. Μπουκέτο, 18 Οκτωβρίου 1928Collector
Source index and type
Μπουκέτο, 1928, ΠεριοδικόItem type
ΠαραδόσειςTEXT
Language
Ελληνική - Κοινή ελληνικήDrawer
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Legend classification (acc. Politis)
Παράδοση ΛΔLegend title
Η τρείς αρρώστειεςCollections
Except where otherwise noted, this item's license is described as Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Related items
Showing items related by Text, collector, creator and subjects.