JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Καρακούρα, η, (ηλ. Ίσως τουρκίζουσα) συνηθέστερον το πληθυντικόν τα καρακούρας. Τα εν νοσηρού καταστάσει καθ' ύπνοις φαντάσματα είτε τερατώδη όνειρα. Ίσως εν τεύθεν παρεφθάρη και το καππαδοκικόν κατσόρα= εφιάλτης. (Ιδ. Π. Καρολίδου Γλώσσ. σ. 88 – 2). Πάν το τυχόν.