JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Ησκιώνω, ησκιωμένος (κυρίως τόπος αλλά και άνθρωπος) όπου συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνη κακόν κ ο έχων κατάραν δαιμόνιον ι εξ εαυτού. Ήσκιωμα= φάντασμα, σκιά. Ησκιωτικός= άνθρωπος συμπαθητικός.