Φαντάσματα (φανταξά) ούτω καλούσαν οι Κρήτες μυστηριώδεις τινάς θεότητας διατριβούνας εις ιδιαίτερα τινα μέρη και τόπους, ους τρομάζουσι να διήθωσιν εν καιρώ νυκτός, και υπό διαφόρους μορφάς ποτέ μεν αγρίας ποτέ δε οπωσούν υποφερτάς εμφανιζομένας εις του ανθρώπους, ους θέλουσι να ταράξωσι. Συνήθως δε θεωρούνται τοιαύτα αι σκιαί των νεκρών και μάλιστα των βιαίως αποθανόντων ανθρώπων υπό κρεμνού ή όπλον κλπ, οίτινες κατά την επέτειον αμέραν τον θάνατον αυτών παριστάνουσι δι’ αγρίων φωνών των οικτρών σκηνών τον θάνατον αυτών εξ το μέρος ένθα εφονεύθησαν, όπου κατά την κοινήν έκφρασιν «φαντάσσει». Συνήθως φαντάσσει εις τους ποταμούς, εις τας φάραγγας ς χαράδρας των ορέων, εις τας τριόδους κτλ και μάλιστα κατά το μεσημέριον εν καιρώ θέρους και κατά τα μεσανύχτα εν καιρώ χειμώνος. Ο πατήρ μου «εφαντάσθη» εν ώρα νυκτός διερχόμενος τοποθεσίαν τινά (Καμίνα) ένθα είδε παιδάριον το ακολουθούν αυτόν, κ όπερ μετ’ ολίγον ηυξάνετο τόσον ώστε έγιναν εις έν υψιπύργιον, ένθα δε σμικρυνόμενον βαθμιδόν εξηφανίσθη.
Τόπος Καταγραφής
ΚρήτηΧρόνος καταγραφής
1888Πηγή
Αρ. 895, σελ. 753 – 5, Κρήτης, ΖωγραφάκηςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
895, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT