Έβοσκεν ο μπαμπάς μου και τον πήρε ο ύπνος κοντά στου Μπολιμπά το φάραγκα. Εκεί βλέπει μια γυναίκα μαύρη με μεγάλα δόδια κ’ επήγε να τον πιάση αλλ’ αυτός είχε μέσ’ στη ζώνη dου λίγο ψωμί. Εξύπνησεν άρρωστος και τον πήρανε και είπε πια τα καθέκαστα. Πιάνει και κάνει μια προσφορά που ‘πέρασε το αλεύρι από την τριχιά εφτά φορές (έκαμεν εφτάζυμο), παίρνει ένα πιάτο μέλι, ένα μπουκέτο λουλούδια σ’ ένα ποτήρι, ένα μαχαίρι και μια πετσέτα όλα αλάτρευτα. Πήγαινε και τον παπά του χωριού ‘ς τις δώδεκα η ώρα την νύχτα κ’ εκάμανε αγιασμό. Είπανε ότι αν τα πειράξουνε θα γίνη καλά αυτός που ‘χε αρρωστήσει και δεν θα πεθάνη. Την άλλη μέρα ‘βρήκανε τα λουλούδια από πάνω από το ποτήρι, ήτανε απάνω στη πετσέτα και είχανε ‘γγίξει και στο μέλι. Είχανε βάλει και προσφορά αλλά δεν τση ‘γγίξανε. Μ’ αυτό έγινε καλά. [αλάτρευτα = Αμεταχείριστα]
Place recorded
Νάξος, ΤσικαλαρειόRecording year
1959Source
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 228, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Τσικαλαρειό), 1959Collector
Source index and type
2303, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT