Η γρά Μάμαινα ηρχούντονε μια φορά με τη θυγατέρα τζης της Ερήνη από τσ’ Αγόρους. Στο δρόμο ενυχθιαστήκανε κι εφοβούντανε να μην τώσε παντήξη κανείς νιζάμης. (ετοτέσα ήσανε νιζάμηδες). Όντον επερνούσανε στη Χελιδονιά θωρούνε μέσα από τσι λυγιές μιαν κεφαλή κι εψήλωνε κι εψήλωνε. Αυτές εθαρρούσανε, πως ήτονε νιζάμης και σφίγγουνε απάνω κι εγλακούσανε κι εγλακούσανε κι εβγήκεν η γλώσσα ντως μια οργνιά, ίσαμ’ απού ξεπροβάλανε στο Καμάρι. Εκειά ρωτούνε η μια την άλλη: «Στσι λυγιές ήτονε, μωρή;» Κι ακούνε μια φωνή απού την κορφή απού τον πρίνο και τώσε λέει: «Αλλού τονε». Τότεσα το καταλάβανε, πως ήτονε φάντασμα κι ώστο να ‘ρθούνε στο χωριό εξεγλωσσιστήκανε. [Αγορούς= τοπωνύμιο όπου έχουν περιουσίες, νιζάμης= τούρκος στρατιώτης]
Place recorded
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαRecording year
1938Source
Αρ. 1162 Β, σελ. 67 – 68, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Collector
Source index and type
1162 Β, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT