JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Διάολος, ο= ο διάβολος. Διαολίζομαι= πειράζομαι υπό μανίας κ οργής πηγής, ην λέγουσι, διαόλιο. Διαολιά, η= η πονηρία. Διαολιάρης= ο πονηρός. Διαολισμένος, ο= ο μετά πάθος, ωργισμένος, ο μανιακός.