Ετέρα παράδοσις “περί δημιουργίας της γυναικός”
Ο Θεός πρώτος έφτιασε τον Αδάμ και τον έβαλε στην Παράδεισο και εκαθότανε μαζύ με τα άλλα ζώα που είχε φτιάσει προτήτερα και εζούσε με αμβροσίαν (όπως κατόπιν εζούσαν και οι Θεοί των Ελλήνων) και δεν είχε καμμιά σκοτούρα: ενώ ο Θεός είχε την έγνοια να μη χτυπήσουν τ’ αστέργια το ένα με το άλλο και εβάσταγε της κλωναίς που τα είχε δεμένα, εφρόντιζε ναν τα ανάβη το βράδυ, για να φωτίζη τη γη και ναν τα σβένη την αυγή και ν’ ανάβη τον ήλιο, για να φωτίζη τη γη κ.τ.λ. Βλέποντας τον Αδάμ να κάθεται και να παίζη με τα ζώα, που ήσαν ήμερα, χωρίς καμμιά σκοτούρα είπε μέσα του: «Μωρ’ εγώ είμαι Θεός ή εκείνος ο κερατάς που κάθεται ξαπλωμένος και δεν του καίγεται καρφί για τίποτα!». Ο διάβολος που εκατάλαβε τι συλλογάται ο Θεός, γιατί ήτανε πρώτα άγγελος, πάει στο Θεό και του λέει: «Δίκηο έχεις για ό,τι σκέπτεσαι! Μου δίνεις την άδεια ναν του δώσω ‘γω δουλειά, για να μην κάθεται έτσι ξένοιαστος; - Σου δίνω, του λέει ο Θεός, για να ιδώ τι θα κάμης!» Ο διάβολος επήγε στο αργαστήρι του κ’ έφτιασε την Εύα, όσο εμπορούσε ώμορφη και την επαρουσίασε του Θεού και του είπε ναν της φυσήση πνοήν ζωής, γιατί ήτανε ψόφια. Ο Θεός αφού την περιεργάστη και την εθαύμασε, επαίνεψε το διάβολο για την τέχνη του και την εζωντάνεψε την Εύα. Τότες την επήρ’ ο διάβολος κατά μέρος και της είπε κάτι λόγια στ’ αυτί και την έστειλε να πάη στον Αδάμ για συντροφιά του που του στέλνει ο Θεός. Ο Αδάμ σαν την είδε και έμαθε πως την έστειλε ο Θεός, ειπών «ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον, ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν» εχάρηκε πολύ και της έστρωσε μερικά συκόφυλλα κ’ εκάθησε κοντά του. Αφού εγνωριστήκανε καλά και είδανε το είχε ο ένας παραπάνου και τι έλλειπε του αλλοννού, απ’ τη χαρά του, ο Αδάμ ελησμόνησε την εντολή του Θεού να μη φάγη το ξύλον της γνώσεως του γινώσκειν καλόν και πονηρόν και κατά παρακίνησι της Εύας που είχε διαταχτή από το διάβολο, το έφαγε μαζύ με την Εύα. Έπραξαν το πονηρόν! Τότες τα θηρία αγριέψανε και τους επέσανε απάνου και τα φίδια και οι σκορπαίοι και τα άλλα κάποια ζώα και ο Παράδεισος εσηκώθηκε τώνα πόδι. Βλέποντας ο Θεός ένα τέτοιο πράγμα, έστειλε τον άγγελο με την πυρίνην ρομφαίαν και τους έβγαλε όξω απ’ τον Παράδεισο και τους είπε: «Εν ιδρώτι του προσώπου των φαγείν τον άρτον των.» Για τούτο ο Θεός έδωσε εντολή να μην έμπη ποτέ γυναίκα στον Παράδεισο, αφού μια ώρα εκάθησε η Εύα μέσα και δεν άφησε παλούκι στο φράχτη. Λένε πως η Αγία Αικατερίνη εφόρεσε φουστανέλλαις κ’ εμπήκε για σπανός και όταν την ανακαλύψανε, την έβγαλαν όξω και την έβαλαν να γυσυράη το κοττέτgι του Παραδείσου. Ώστε άδικα νηστεύουνε η γυναίκες!
Τόπος Καταγραφής
Αχαΐα, ΠάτραΧρόνος καταγραφής
1910Πηγή
Λ. Α. αρ. 2268, σελ. 1218 – 19, Χ. Κορύλλος, Πάτραι – Αχαΐα – ΗλίςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2268, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΛΑΤίτλος παράδοσης
Ετέρα παράδοσις “περί δημιουργίας της γυναικός”Χαρακτήρες / Όντα
ΘεόςΑδάμ
Εύα