Στη Ντριάνεβα (ή Ντριάνοβα) μια κοπέλλα που την έλεγαν Γιαννούλα, έπαθε μεγάλο χάλ’. Μια βολά τα παράωρα τς ήρθε πως τς έκρινε η γειτόνισσα να πάνε για νιρό στς «Αγγέλω». Άρπαξε κι αυτή τη βαρέλα κ’ εξεκίν’σε για τς Αγγέλω. Μπροστά η γειτόνισσα κι από κοντά αυτή έφτακαν στ’ν άκρη στς Αγγέλω’ Ικεί τ’ν έχασ’ μπροστά ‘π τα μάτια τη γειτόν’σσα και σ’κώθ΄κε ένας μεγάλος ανεμοστρόβ΄λος και την άρπαξι και τ’ν πήγε σε μια μπιστούρα (=σπηλιά), στο Καταφύδ’ (= Καταφύγιο) και τ’ν άφ’σε. Έμ’νε βουβή και ζαρωμέν’ εκεί εννιά μέρες. Χάλεψαν χάλεψαν οι Χωριανοί και τρόμαξαν να τ΄ν βρούνι απού τ’ν κόκκιν’ ποδιά που φαίνουνταν από μακριά. Την έβγαλαν με τριχιές (=σκοινιά) και σε κάμποσες μέρις τς ήρθ’ η φωνή και γίν΄κε καλά με ξόρκια και διαβάσματα. [Ντριάνοβα= Χειμαδιό του χωριού παρά τον Άραχθον, Αγγέλω= γούρα, πηγή ούτως ονομαζομένη, Καταφύδ= Εκεί έκρυβαν ρούχα, τρόφιμα, πολύτιμα πράγματα εν καιρώ πολεμικών ανωμαλιών, χάλεψαν= χάλεμα, το ζήτησις ψάξιμο, χάλεψαν= αναζήτηση, χαλεύω= γυρεύω, ψάχνω
Place recorded
Ιωάννινα, ΧουλιαράδεςRecording year
1959Source
Λ. Α. αρ. 2302, σελ. 307 – 308, Δημ. Β. Οικονομίδου, Χουλιαράδες Ιωαννίνων, 1959Collector
Source index and type
2302, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT