Ένας είχε μια σπορά στο Μ’λί (ο Θεοφάνης Λεονταρίτσης). Εφύλαε κάτι πουλιά (κουρνάκλια). Μια βραδιά του έλειψε ψωμί. Έστειλε τη γυναίκα του στο χωριό κι έμεινε μοναχός του. Στο διάστημα αυτό μπήκε σε μια σπηλιά. Έφαε ψωμί κι άναψε φωτιά. Ήτανε κουμπισμένος κι επήρε το ξύλο να συμπήση τη φωτιά. Μπροστά του ήταν ένα κολοκύθι με κρασί με κρασί. Εκείνη την ώρα εμπήκ’ ένας άνθρωπος μέσα κι έκατσε αντίκρυ στη φωτιά. Δεν πέρασαν 10 εμπήκε κι ένας άλλος κι εκάτσανε μαζί. Μορφή δική μας, σαν ξένοι. Ρούχα ντρίλινα. Εκάτσανε Σηκώθηκε ο ένας και βγήκε όξου πισόκωλα. Σε λίγη ώρα βγαίνει κι ο άλλος. Όταν εβγήκανε όξου, ακούει μια φωνή. – Δε σου ‘πα να μην έρθουμε; Κι όπου ‘ρταμε, τι εκάμαμε; Κι όταν είπε αυτό το λόγο, του φανίστηκε μέσ’ από τη σπηλιά πας χάλασε ο κόσμος. Ούτε στεφάνι έμεινε, ούτε κλαρί. Έμεινε κείνος όλη νύχτα στη σπηλιά με την κολοκύθα το κρασί και το πρωΐ είδε πάλι ησυχία. Ήρτε κι η γυναίκα του αλλά δεν ξαναμπήκανε στη σπηλιά. Εφυλάανε τσι κουρνάκλες από ένα αχούρι. Οι άνθρωποι αυτοί θα ήταν διαβολική συνεργία. Δεν εκαταφέρανε να τον πειράξουνε, γιατί εκειός δεν τζι μίλησε.
Place recorded
Λευκάδα, Μεγανήσι, ΣπαρτοχώριRecording year
1958Source
Λ. Α. αρ. 2276, σελ. 362 – 363, Δ. Λουκάτος, Μεγανήσι Λευκάδος, (Σπαρτοχώρι), 1958Collector
Source index and type
2276, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT