Ο Τζιόλος (διάβολος) με την τέχνην του
Μιαφ φορά ήτον ένας μάστορης, χαρσιάς (χαλκιάς), κ’ι’ άμμα ήθελεν (ν)α ξυπνήσει την αβζή (δ)εν ηκάμνεν τον σααυρόν του, παρά κ’ειά που σηκώννετο που τημ μονή, ηπάαιννε ευτύς κ’ι’ ‘ηψαννε – δ – δουλειά ήθελε να κόβζει καρφσιά κ’αι να τα τονά χάμαι κ’ αι να λέει: «μες τα – μ – μάgια σου» πολλές φορές. Ίντα πούκαμεν ο Πειρασμός. Η(γ)ένηκεν κοπέλλι δεκαπέντε χρονώ, ήρτεν στημ πόρτα του χαρσιά κ’ ι’ ηστάθηκεν κ’ αι λέει: εμ (δεν) με παίρνεις κ’ αι μένα κοπέλλι (ν)α σου βαστώ το φουσανό (φυσερό); Ο καλος σ’ σου μάστορης, που ‘τον μοναχός του, ηπηρέν το. Έλα που σε (είχε) σε κ’ εινονε (δ)α τον τόπο έναβ βασιλιά, καλόν άθρωπο, μόνον πως ήταν γέρος κι ηλυπάτον ο κόσμος, που θα πέθαινε! Κ’ ι’ ηβγάλασι γγελάλη (διαλάλη): όψος είναι – ν – άξος να κάμει νιούς τους ζέρους (γέρους). Ηπήαν και σε φτόν τον μάστορη και του λέσιν φτον γκαι φτο (αυτό και αυτό). Εν (δεν) το (δ)έχτηκεν ο μάστορης, κ’ αι το μαστορόπουλλο που ‘τον ο Τζιόλος, είπεν του (ν)α συντάξει. Εκ’ειά έρσεται ένας ζέρος και κοντοστέκει στημ πόρταν τους, ήτον ο μιάλος τους (Διάβολος) και λέει του: «(ν)α φέρουν είκοσι καντάρζια κάρβουνα κ’ ι΄ ηβάλαν τα στο φυσερό κ’ ι’ ηννάψαν μέρος κ’ ι’ ηκάμασιν ένα λάκκο μες στημ μέση κι ηρπάξασι τον γέρο και τον ηρήξαν μες τον λάκκο κ’ ι’ ήσσ’ σεπάσαν τον πάλι με τα κάρβουνα και μετά μιαν ώραν ηβγάλασιν τον γέρο είκοσι – πέντε χρονώ παλληκάρι. Ηνεθουρώθηκεν τότες ο μάστορης (αναθάρρησεν) κ’ ι’ ήβγαλεν γγελάλη τώρα κείνος (ν)α του παν τοβ Βασιλιά, που θέλαν α τον κάμουν ναι – και λέσιν, πως τον ηξενάνιωσε τοβ Βασιλιά το μαστορόπουλο, μόνο πως τον πήρε κοντά του ο Βασιλιάς και τον ησυντρόφσιαζε στις τζιαολές (τις διαβολές).
Place recorded
ΚάλυμνοςRecording year
1958Source
Γιάννης Ζερβός, Ιστορικά παραμυθολογήματα, προλήψεις, στοιχεία, κακά πνεύματα, παραδόσεις, Δωδεκανησιακό αρχείο 3, Κάλυμνος, 1958, σελ. 252Collector
Source index and type
Δωδεκανησιακό Αρχείο, 3, ΠεριοδικόItem type
ΠαραδόσειςTEXT