Ο Γιάννης ο Πιζάνιας ήτον βοσκός ήρσετον που τον Εμπορ’ζιό ήρτεν ως το Καστέλλι κ’ ι ήκουσεφ φωνή που του Ηλιού τα λίγκια: «αλίμενέ με και μένα» κι είπεν μέσα του: «αυτός εν είναι βοσκός, μόνον να τρέξω κουστουρδί». Και σίντας ήρτεν στο Ερό – χωρ’ζιό, στο πη(γ)άϊν, ήκουσεν τηφ φωνή που το Καστέλλι, κ ι ηκούστηκε πάλιν η φωνή, που τις Μυριτσές, κι είπεν μέσα του: «τώρα μέφτασε». Τι να κάμει ο βοσκός; Ήγνεψεν τα’ αγγινάριν του κι ήκαμεν ένα αλώνι και την μέση έναν Σταυρό κι ήκατσεν μέσα. Τότες ο εξαπο(δ)ός η(γ)ύριζεν – η(γ)ύριζεν, ήτριζεν τα γόγκια του και τούπεν: «Άντες μωρέ, κι ας ήτρωες μια μπουτσιά που της μάνας σ’ σου το σέρι ποτριβιά κι ήθελα να σε διορτώσω. [Ποτριβιά= λέγεται η ζύμη που μένει κολλητή στη σκάφη και την ξύνουν με θυμάρι και την βγάζουν κάνοντάς την ένα βώλο και την ψήνουν με τα ψωμιά. Τώρα τι νόημα έχει εδώ η «ποτριβιά», δεν μου απομένει πια στη μνήμη, ουδέ μπόρεσα, ξαναρωτώντας να μάθω.
Τόπος Καταγραφής
ΚάλυμνοςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Γιάννης Ζερβός, Ιστορικά παραμυθολογήματα, προλήψεις, στοιχεία, κακά πνεύματα, παραδόσεις, Δωδεκανησιακό αρχείο 3, Κάλυμνος, 1958, σελ. 261Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Δωδεκανησιακό Αρχείο, 3, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT