Έχομε ένα σπίτι στο χωριό. Εγέννησα το πρώτο μου παιδί τριώ μερώ λεχού. Εκεί το λοιπό που κοιμούτανε μες στη κρεββατοκάμαρη είχε θράπα (=κατεβατή στο υπόγειον). Εκεί το λοιπό βλέπω μια χέρα χωρίς κορμί και παίρει το παιδί από δίπλα μου και το ‘βαλε χάμαι. Εγώ χωρίς να μιλήσω, σκύβω, και πιάνω το παιδί όμορφα όμορφα και το βάλω δίπλα μου. Δεν εμίλησα γιατί είχα ακούσει από τη μάννα μου πως όταν μαντατέψης το στοιχειό θα σε βλάψη. Εγώ άμα ‘ξημέρωσένε, είπε δε θα ξανακοιμηθώ σ’ αυτή την κάμαρη. Πήγα το λοιπό κ’ εκοιμήθηκα με το μικρό στη σάλα. Η μαμά μου λέει: Γιατί ‘ρθες εδώ; Πες μου τι τρέχει; Λέω της δεν μπορώ να σου πω, φοβούμαι. Αφού μ’ ανάγκασένε της είπα. Είδα μία χέρα της λέω από τη θράπα και μου πήρε το παιδί δίπλα μου και το ‘βαλε χάμαι. Λέει η μαμά μου: Παλαβή φοβήθηκες; «Είναι το καλό του φούρνου». (Λένε πως όταν υπάρχη φούρνος μες στο σπίτι, υπάρχει στοιχειό). – Εγώ τίποτις. Εκοιμήθηκα στη σάλα την νύχτα που κοιμηθήκαν όλοι θωρώ ένα πάλι χέρι και με τρυπούσενε ‘πα στα κρέατα. – Φώναξα: Μαμά. Μαμά. Σηκώνεται η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου μου ρίχνουν αγιασμό, φέρνουν κόνισμα και χάθην το κακό. [ χωριό= πρόκειται περί της σημερινής Πρωτευούσης της Λέρου]
Place recorded
ΛέροςRecording year
1958Source
Λ. Α. αρ. 2279, σελ. 185 – 186, Γεωργ. Κ. Σπυριδάκη, Λέρος, 1958Collector
Source index and type
2279, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT