Γελλού
Ένας ήρτεν αφ’ το χωράφιν κ ήταν η γυναίκα του λουχούσα. Ειπάν του ν’ αφήκη τα παπούτσια του όξω και να μπή μέσα, γιατ’ ήταν νύχτα. Ηφηκέν τα όξω κι ήμεσα – μέσα. Επέρασεν κάμποση ώρα κι ήρτεν η Γελλού απ’ όξω και του φώναζζεν. «Έ Κώστα, Κωστή, τα παπούτσια σου ήφηκες οξω, άμμ αν έρτη, και σου τα πάρη κανείς;» Ήκαμεν να βγη όξω, μα εν τον εφήκον οι γυναίκες, γιατί αν άνοιγεν την πόρταν, ήθεν να μπη μέσα η Γελλού να εκράξη τηλ λουχούσα. Άλλη μια ήκουσεν το βουδάκιν κ’ εφώναζζεν κάτω στο μαγαζζί. Λε της ο άντρας της «Να πα’ να δω είντα θε, πας και θε φάει.» λε του εκείνη «Μην πάς και θαρρώ πως έγ Γελλού.» λέ της εκείνος «Ας πάω, βρι γυναίκα, πας και θε τίποτε το γγω»: Πα και ριχτεί τον φάει, γυρίζζει πίσω, φωνάζζει της γυναίκας του, τίποτε. Σι τρεις μέρες απέθανεν.
Place recorded
ΧίοςRecording year
1918Source
Αρ. 692 – 77, Σ. Βίος, ΧίοςCollector
Source index and type
692, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT