Οι νεράϊδες είναι 12 και περπατούν από βρύση σε βρύση. Έχνε μια βασίλισσα. Πλένουν, ραίνουν κλπ. Οι παλιοί τις βλέπαν. Στον Κόσκο (τη βρύση) τον παλιό καιρό ήταν οι βγαλτές (=πηγάδια) βρύσες. Σηκωνόντουσαν οι γυναίκες και πλένανε πρωΐ στις βρύσες. Κάποια – ώρα τότε δεν έπαρχε με τα σημάδια – φορτώνει τα ρούχα στο ζω και πάει στη βρύση. Κει που πήγε χέρ, χέρ ανάβει φωτιά, στερεώνει το καζάνι και σδαύλα ν’ανάψη! Παρισιάστηκαν κι οι δώδεκα στο καζάνι. Η μια έλεγε – αρή τι να την κάνομε, να την θερμίσουμε; Η γιάλλη άλλα. Αυτή τ’ άκουε «έλυνε και δεν έδενε!» (απ’ το φόβο) Τ’ς όκοψε και δεν έκρινε. Αυτές τις όλεγαν. Η βασίλισσα είχε στεφάνι στο κεφάλι κι έλαμπε. Η γυναίκα τα παρατάει και φεύγει. Δεν μπορέσαν να την πλησιάσουν γιατί στο ζωνάρι της είχε ψιχαλάκια ψωμί. Ξεστρέβει τον ανήφορο! Αυτές τι να κάμουν! Κολλάν απάνω στον πλάτανο το μεγάλο κι απλώνουν όλα τα ρούχα απάνω αφού το κόψαν κομμάτια, πέταξαν το καζάνι. Αυτή γύρσε στο σπίτι κι έβαλε λιβάνι και καθόταν. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Το πρωΐ τι να δή! Αγναντεύει τα ρούχα όλα κορδελλιασμένα. Το καζάνι το ηύρε μακρυά! σε ρεματιά. Είναι γυναίκες όμορφες γραμμένες, ντυμένες με φτερά στον ώμο. [όκοψε= έκοψε της έκοψε, όλεγαν= έλεγαν]
Τόπος Καταγραφής
Βοιωτία, ΑράχωβαΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1153 Γ, σελ. 71, 7, Αράχοβα, Μ. Ιωαννίδου, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1153 Γ, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT