Κάποτε ελέανε πως ‘ς την Ανεμοχορεύτρα επειδής ήταν έβγοροι οι καιροί πως είναι μέρος τω καλώ κιουράδω ότι επιάνανε χορό εκεί κ’ ήτανε κι αλώνι εκεί. ‘Σ την Ανεμοχορεύτρα επερνούσε καμμιά από τη Τραγαία κ’ ενυχτώθηνε κ’ είδενε κ’ εχορεύγανε. Λοιπό αυτή εφοβούντανε να μη την χαλάσουνε. Λέει, αλλιώς δε θα κάμω παρά να πιάσω κ’ εγώ το χορό. Γδύθη κι αυτή, λέει, να φανώ κ’ εώ (= κι εγώ) καλή κιουρά. Αρχέψανε αυτές τραούδι: δαίμονα, δαίμονα δεν είδαμε να ‘χη τρίχες ‘ς τσ’ αμασκάλες και μαλλιά ‘ς τα λαγγονάρια και την ετζιμποκαϊλίζανε. Αυτή λοιπό δεν ήβγαλε τσιμουδιά. Κατά τη μία η ώρα ήκραξεν΄ο πετεινός. Κατόπι σε λίγο ήκραξε κι ο μαύρος πετεινός λέει: μαύρος πετεινός ήκραξενε, κ’ εγίνανε ανεφταόρατες. Την είχαν όμως κάμει από τσι τζιμπηνιές μαύρη.
Place recorded
Νάξος, ΚωμιακήRecording year
1960Source
Λ. Α. αρ. 2342, σελ. 271 – 2, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Κωμιακή) 1960Collector
Source index and type
2342, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT