Κατ’ στου ρέμα τς Αμβρακιάς π’ του λέμι στουν Παλιόμυλου έλεγαν πως κάθι βράδ’ χουρεύνι οι Νιράϊδες κι ότ’ βαρούνι κι τα νταούλια. Στου χουργιό κ’νιέταν αυτή η υπόθεση. Κάπουτι ένας νύχτουσι στου δρόμου π’ ρχόνταν απ’ του Κιφαλόβρυσου. Κι έρχουνταν ουλοπόταμα. Μόλις βήκι σι κειό του μέρους άκουσι κι αυτός τα νταούλια. Αλλά ήταν λιγάκ’ καρδαηλής κι δε σκιάχκι. Άμα πλησίασι κει π’ ακούουνταν ου βρόντους. Κι γλέπ’ ότ’ ήταν ίνας πλάτανος που είχι κουλουρρίζκα απ’ κάτ’ κφαλούδις. Κι του νιρό έτριχι μες΄τσ’ κεφαλούδις κι κλουπάκζι κι νόμιζις πως ακούς νταούλι. Τότι ήρθι στο χουριό κι το μουλόηση, τι ήταν τα νταούλια π’ σκιαζόνταν. Τέτοια είνι κείνα π’ μουλουγάν που γλήπι.
Τόπος Καταγραφής
ΑιτωλίαΧρόνος καταγραφής
1926Πηγή
Αρ. 1542, σελ. 66, Αιτωλία, Δ. Λουκόπουλος, 1926Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1542, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT