Νεράϊδες
Μιαφ φοράν ήταν ένας παππάς τσι πήαινεν να λειτρουγήη ‘ς έναν ξουκλήσσι. Στον δρόμον που πήαιννεν του πάγκησεν μια Μελιγάνη τσι βάσταν τσ’ έναν παδάϊ τσι του ‘πε. «Μου το καΐζζεις απάνου στου μουλάρι;» Ου παπάς κης το κατσεν απάνου τσι σαν το κατσεν του μουλάριο η πείκασει τσι τεσσέριζζεν. Ου παπάς τότες τον κατάλαβεν τσ’ ήκαμνεν τον σταυρόν του τσ’ ήκαμεν τσ’ ένα σταυρόν εις τα κούτελλα του παιδιού. Τότες η μελιγάνα ήρκεσεν τσ’ ηφάναζζεν «Του παιδάϊμ μου του παιδάϊμ μου. Μα ήταν κατά η εκκλησία κι ο παππάς ηπρόφθασεν τσι το βάλεμ μέσα. Ιτσεί ημαζζευκήκαν απ’ όξου όλοι οι μελιγάνοι τσ’ οι μελιγάνες τσι του φάναζζαν να τις δώη το παιδάϊν. Ιτσείνος των είπεν «Αμέτε να μου χτίσετε έναν πηγάδιν εις του μούρκιμ μου τσι να μου φυτέψετε τσ’ έναν αμπέλι. Πήγαν τσι ‘χτίσαν του πηγάδι τσι φυτέψαν τσι τ’ αμπέλι τσι των έδωκε του παιδάϊν. Μα λεν πως ου παπάς ηπνίγην μέσα στου πηγάδιν που χτίσαν οι μελιγάνοι. [πάγκησεν= ασήκωσεν, καΐζζεν= καθίζεις, πείκασεν= ηννόησεν, τεσσέριζεν= ετετρακόσιζεν, η κάλπαζεν].
Τόπος Καταγραφής
ΧίοςΧρόνος καταγραφής
1918Πηγή
Αρ. 692 – 84, Σ. Βίος, ΧίοςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
692, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT