Οι καλές κιουράδες
Μια φορά, στο ρέμμα τ’ άη Δημήτρη ηκατσένε μια γυναίκα να κατουρήση και ητυχένε άσκημη ώρα και ηπαθένε. Από κείνη την ώρα ήτανε ζα’ίφισσα (μισαρρωστημένη) αλλά δεν εμολόανε τι είχενε γιατί δεν την αφηνένε ο Σατανάς. Ύστερα, σα τζη κάμανε λειτουργές ήρθενε στα τέρμενα (πρόθυρα του θανάτου) κ’ εμολόησένε ότι στο τάδε μέρος εκατούρησένε κι ηπαθένε. Αλλά ετότε πια ήτανε στου Θεού τη στράτα (εψυχομαχούσε), την είχανε πια σκοτωμένη οι σατανάδες. Στο ίδιο μέρος εμάζωνένε μια φορά μια ελιές κι εκεί που μάζωνένε ηκατσένε και δεν ηbόργειε πια να στηθή. Ήρθενε ο άdρας τση στο χωρίοκι ήπενε του παπά κι επήενε κι ηκαμένε αγιασμό κι εσηκωθήκενε απάνω.
Place recorded
Νάξος, ΓαλανάδεςRecording year
1920Source
Αρ. 1466, σελ. 314, Δ. Κορακίτης, Γαλανάδες Νάξου, 1920Collector
Source index and type
1466, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT