Νεράϊδες
Μνια φορά, λέει, ένας βοσκός είχε ντα πρόβατά ντου κοιμισμένα ‘πό πίσω’ς το Καστέλλι, και μνια γκοπανιά ‘κουσε να λεράκι ΄ς το γυρογιάλι κ’ εχτύπα κ’ ήκανε τικ, τικ, τικ, κ’ εθάρρειεν –ε πως ήταν –ε τα ό –ζα ντου. Κ’ είπε. – Να πάν- ε θέλει τα ό – ζα μου ‘ς το γκόμπο ΄ς τα μουρελάκια να τα φά ν-ε. Και κατεβαίνει ΄ς το γυρογιάλι, και ήκουσε το λεράκι κ’ εχτύπα κ’ επήγαινε πέρα. Και γοργό – γοργό ήθελενε να τον –ε γκρεμίση που το δέτη (απού το Καστέλλι ‘κειά πάνω), κ’ ήκανε το σταυρό ντου και ήκουσε το λεράκι κ’εχτύπανε κ’ ήγερνε μεεέσα ‘ς το γιαλό, κ΄επήγε από πίσω ‘ς την Ντιά. Και εκειά ήβρηκε ‘να γκαράβι και το βούλησε.
Place recorded
Άδηλου τόπουRecording year
1896Source
Ζωγράφος Χρηστάκης, Ζωγράφειος αγών, Εν Κωνσταντινουπόλει, τόμος Β,1896, σελ. 64Collector
Source index and type
Ζωγράφειος αγών, τόμος Β, ΒιβλίοItem type
ΠαραδόσειςTEXT