Κάθε βολά ένας τσουπάνης ‘κειά πόβοσκε τας προάτες του και τα κατσίκια του εθώρε τας ανεράες, μια μέρα παραμόνεψε και πιάνει μια απ’ τα τσουλιά κ(αι) εβάσταν την. Κείνη παρεκάλεν τον (ν)α την ‘φήκη και (θ)α του έδωνε το βίος της άμα την έφηνε. Τότε αυτός παρεδέχτη (ν)α την φήκη και (ν)α του ‘ώκη το βίος της, μα (ν)α πα’ μαζίν του και ‘εν τη έφηνε απ’ τα τσουλιά. Επήρεν τον σ’ ένα μέρος κ’ έδειξεν του μια σακκούλα που γυάλιζε πολύ όπως το (μάλαμα) αυτός τότε έφκαλε μια (φωνή) κραυγή κ’ έφηκε την (την ανερά). Έφκαλε την κραυγή που ‘δε τη σακκούλα το χρυσό. Έτρεξε και την άνοιξε καλά κ’ εί(δ)εν τη κ’ ήτο (γ)εμάτη κρομμυ(δ)όφυλλα. Είνησαν κρομμυόφυλλα, γιατί έπρεπε ‘ά πάη μοναχός και να μη φωνάξη τότε (θ)α βρισκε τα χρυσά.
Place recorded
Δωδεκάνησα, ΧάλκηRecording year
1964Source
Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 132, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Χάλκη Δωδεκανήσου, 1964Collector
Source index and type
2892, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT