Ένας χωριανός πρίν πολλά χρόνια ήτο κάτω στο Νιμπορειό, αυτός από το Νιμπορειό επήαινε στο χωριό που ‘το το σπίτι του. Στη στράτα που πήαινε έκουσε δυό γαάρους και κόφταν κ’ήρχοντο κάτω μπροστά του. Επάντηξε τους (εμάντρωσέ τους) και λέει. Στάσου έ δια..όλου έρημε να κάτσω πάνω σου ‘ά ποσώσω πάνω στο χωριό, μια φορά που σ’ηύρα ‘μπρός μου. Έκατσε λοιπόν αυτός απάνω του, πρώτα πρώτα επορπάτε ο γάαρος καλά μετά εκούτσαινε- Είντα που ‘χεις διαόλου έρημε και κουτσαίνεις. Εχάστηκε (=εκοίταξε) το πόι του και ήτο με τριά πόια. –Μα που στο διάολο το ‘παθεμαν κόπηκε το πόι σου- Στάσου ‘ποκρίθηκε ο γάαρος κ’είπε να ‘πλώσω και το γαουρινό μου. Και με το πλώσιμο εχάθη ο γάαρος κ’έμεινε πάλι ο άτρωπος κ’είπε : Ά ομπρός μου σ’ηύρα σίχα.
Place recorded
Δωδεκάνησα, ΧάλκηRecording year
1964Source
Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 67 – 68, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Χάλκη Δωδεκανήσου, 1964Collector
Source index and type
2892, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT